Γιάννης Καρούζος: Η δύσκολη ισορροπία του κατώτατου μισθού – Μια άσκηση για… γερά νεύρα
Για ακόμη μια φορά ο κατώτατος μισθός δείχνει να εργαλειοποιείται στον βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μια μεταρρύθμιση που θεσμοθετήθηκε το 2013, μέσα στα «πέτρινα» μνημονιακά χρόνια και μετά από μια βίαιη μείωση των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, με γνώμονα – μεταξύ άλλων – την συμπερίληψη και των ανέργων στις αποφάσεις για τις ελάχιστες αποδοχές, τείνει να καταλήξει πολιτικό «όπλο» στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης.
Δεν είναι, μάλλον, τυχαίο πως το αρχικό χρονοδιάγραμμα που προβλέπει ο νόμος του 2013 δεν τηρήθηκε ποτέ ως τώρα κι ας έχει ενεργοποιηθεί ο νόμος ήδη 4 φορές. Η εκάστοτε κυβέρνηση «κουμπώνει» στα πολιτικά της σχέδια την ετήσια διαδικασία της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, με προφανή κίνητρα που μάλλον διαφεύγουν της οικονομικής σφαίρας.
Τις επόμενες εβδομάδες η κυβέρνηση καλείται να αυξήσει για τρίτη φορά σε δυο χρόνια τον κατώτατο νόμιμο μισθό πλήρους απασχόλησης και μάλιστα λίγο πριν τις εκλογές του 2023. Η ισορροπία είναι αληθινά δύσκολη – χωρίς αυτό να συνιστά ευφυολόγημα – και γεμάτη αβεβαιότητες. Κι αυτό επειδή στην παρούσα εξαιρετικά σύνθετη συγκυρία, στο μέτωπο του κατώτατου μισθού συναντώνται πολλές αντίρροπες δυνάμεις:
- Κατ αρχήν οι ανάγκες των χαμηλόμισθων εργαζομένων που πλήττονται σφοδρά από τον πληθωρισμό, την ακρίβεια και τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ιδιαίτερα όσοι συγκαταλέγονται λίγο πάνω από το εισοδηματικό όριο των «ευάλωτων» νοικοκυριών και δι αυτού του λόγου δεν έχουν ωφεληθεί από την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.
- Κατά δεύτερον οι ανάγκες των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που από την μια χρειάζονται μισθωτούς με… γεμάτο πορτοφόλι για να στηρίξουν την κατανάλωση και από την άλλη θα δουν το κόστος για τους υπαλλήλους τους να αυξάνεται σε συνθήκες ενεργειακής ακρίβειας και εκτόξευση του κόστους παραγωγής.
- Στην εξίσωση πρέπει να μπει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η διαφύλαξη της οποίας είναι «θεμελιώδης» – κατά την ΤτΕ – για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο στόχος αυτός συνεπάγεται αύξηση του ελάχιστου μισθού τέτοια ώστε να οδηγήσει σε αύξηση του συνολικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και του γενικού πληθωρισμού, με βάση τον ΕνΔΤΚ, μικρότερη ή ίση της αναμενόμενης αύξησης των αντίστοιχων μεγεθών στους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας.
- Σημαντική παράμετρος είναι και η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών – σε περιβάλλον μάλιστα υψηλού πληθωρισμού – καθώς κατά την ΤτΕ «η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να οδηγεί σε μικρή μόνο αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος».
Κι αν η πορεία της παγκόσμιας αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν επιβεβαιώνει προς το παρόν τα χειρότερα σενάρια για ύφεση διαρκείας, η αναμενόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, το αυξημένο ενεργειακό κόστος και η διατήρηση της αβεβαιότητας σε υψηλά επίπεδα καθιστούν απαραίτητη την προσεκτική μελέτη των δεδομένων που αφορούν στην επικείμενη μισθολογική αύξηση.
«Η Ελλάδα φαίνεται ότι το 2022 επανακτά το επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας που είχε το έτος 2000. Αυτό είναι τεράστια επιτυχία για τη χώρα που πρέπει να διαφυλαχθεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και την αύξηση της απασχόλησης», παρατηρεί το ΙΝΣΕΤΕ, που προτείνει αύξηση 5,5% για το 2023.
Για παράδειγμα, η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στο τρίτο 3μηνο 2022 συγκριτικά με το τρίτο 3μηνο του 2009 ήταν μεγαλύτερη (22,8%) από όλες τις ανταγωνίστριες χώρες εκτός της Ιρλανδίας. «Σε κάθε περίπτωση, η πορεία βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί και το 2023 και στα επόμενα έτη», παρατηρεί το ΙΝΣΕΤΕ στην μελέτη του. Μάλιστα παρατηρεί πως αν η αύξηση κυμανθεί σε υψηλότερα – από τα προτεινόμενα – επίπεδα (για παράδειγμα στο 7,5%) τότε «προκύπτει σημαντική επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος κατά 2,4%».
Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται λίγο – πολύ οι περισσότερες επιστημονικές εκθέσεις των κοινωνικών εταίρων από την πλευρά των εργοδοτών. Ο ΣΕΒ, για παράδειγμα, δηλαδή οι μεγάλοι εργοδότες – μέσω του ΙΟΒΕ – παρατηρεί πως «υπάρχει περιθώριο για αύξηση του κατώτατου μισθού σε ονομαστικό επίπεδο, προς την περιοχή του εκτιμώμενου πληθωρισμού για το 2023», δηλαδή με άλλα λόγια δείχνει προς μια αύξηση της τάξης του 5% με 6%. Χτυπά όμως και καμπανάκι κινδύνου – ελέω προεκλογικής περιόδου – τονίζοντας πως «μια αύξηση ταχύτερη από αυτήν της παραγωγικότητας εγκυμονεί κινδύνους για τις προοπτικές μακροχρόνιας και βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας».
Ο ΙΟΒΕ μιλά για μια «συνετή ως προς τη διαχείριση των προσδοκιών» αύξηση, που δεν θα αποτελέσει παράγοντα ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων που εν τέλει μειώνουν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων. Ιδιαιτέρως στην σημερινή συγκυρία της οικονομικής επιβράδυνσης, της συνεχιζόμενης κρίσης ενέργειας και της υψηλής αβεβαιότητας.
Ενδιαφέρον εμφανίζει και μια παρατήρηση στην έκθεση του ΚΕΠΕ αναφορικά με την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι ερευνητές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών επισημαίνουν πως η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων, όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό. «Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις αυξήσεις του 2022, οι μισθοί αυξήθηκαν στις μικρές επιχειρήσεις κατά 10,3%, σχεδόν όσο η αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ στις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες όμως ήδη κατέβαλαν υψηλότερους μισθούς, κατά 5,1%», παρατηρούν οι συντάκτες της έκθεσης του ΚΕΠΕ και συνεχίζουν «αυτά υπονοούν ότι υπήρξε επίδραση και στην απασχόληση, αφού στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των αυξήσεων του κατώτατου μισθού και λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής πιέζονται περισσότερο, η απασχόληση το 2022 αυξήθηκε κατά μόλις 0,36%, ενώ στις μεγάλες κατά 5,02%».
Με άλλα λόγια, μια ιδιαιτέρως… φουσκωμένη αύξηση του ελάχιστου μισθού θα πλήξει κατά κύριο λόγο και υπέρμετρα τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πληρώνουν κατά κύριο λόγο τον κατώτατο μισθό. Δηλαδή τις επιχειρήσεις που συνιστούν την «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, όπως λέγεται εδώ και 10ετίες στην χώρα.
Στην άλλη πλευρά της διελκυστίνδας η ΓΣΕΕ ζητά κατώτατο στα 826 ευρώ, λόγω του υψηλού πληθωρισμού που συνεχίζει να «τρέχει» με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα τρόφιμα ενώ παραμένει ψηλός και στην ενέργεια, ασκώντας σημαντική πίεση στην αγοραστική δύναμη και το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών.
«Στηρίξτε με στοχευμένα μέτρα πολιτικής τα τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά μην θέτετε σε κίνδυνο την πορεία μείωσης του υψηλού ποσοστού ανεργίας ή τον στόχο μείωσης της ανεπίσημης απασχόλησης», απαντά ο ΣΕΒ μέσω του ΙΟΒΕ.
Σε αυτό το περιβάλλον κι ενώ η μάχη των μισθών είναι σε πλήρη εξέλιξη, η ισορροπία είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολη όσο και εύθραυστη. Από την μια η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας που πρέπει να διαφυλαχθεί ως «κόρην οφθαλμού», οι ανάγκες των επιχειρήσεων που πιέζονται από το ενεργειακό κόστος, η μάχη για να σπάσει ο σκληρός πυρήνας της ανεργίας και να πέσει ο δείκτης κάτω από 10%, οι φόβοι για την πορεία της οικονομίας και η υψηλή αβεβαιότητα σε μια εποχή πολέμου και βαθιάς κρίσης. Και από την άλλη οι ανάγκες των εργαζομένων, εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, που πιέζονται σημαντικά από παντού, από την αύξηση του κόστους ζωής, τις αυξήσεις των επιτοκίων, τον πληθωρισμό στα τρόφιμα και την ενεργειακή ακρίβεια. Κι όλα αυτά εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Κι αν τα σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας έχουν βάση, ο νέος κατώτατος θα αναγγελθεί δια στόματος πρωθυπουργού ενώ θα… στήνονται οι πρώτες κάλπες. Αυτή η συγκυρία, από μόνη της, θα μπορούσε δυνητικά να… εκτρέψει τις αποφάσεις της κυβέρνησης προς περισσότερο φιλολαϊκά μονοπάτια. Σε μια στιγμή, όμως, ιδιαιτέρως κρίσιμη για την ελληνική οικονομία, κατά την οποία αναζητείται – επιτέλους – ένα μονοπάτι «κανονικότητας» μετά από μια μακρά περίοδο αναταραχών λόγω της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Η οικονομία άντεξε μέσα στις μεγάλες αναταραχές και τώρα ψάχνει το παράθυρο για να δείξει τη δυναμική της. Συνεπώς, όλοι οι παράγοντες της εξίσωσης, τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι ιδιαιτέρως κρίσιμοι και σημαντικοί…
* Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος-Εργατολόγος
ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Οι παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβάσεων – Η περίπτωση της ποινικής ρήτρας Γιώργος Βλασσόπουλος: Ποιότητα στην εργασία με υγεία και ασφάλεια Γιάννης Καρούζος: Το οξύμωρο με την τηλεργασία στον ιδιωτικό τομέα – Τι ισχύει με την πληρωμή των εργαζομένων Ιωάννης Κουτσούκος: Έχω το δικαίωμα να εκπροσωπήσω ο ίδιος τον εαυτό μου σε δίκη, χωρίς την παρουσία δικηγόρου; Γιάννης Καρούζος: Η Ελλάδα και η φορολογική σφήνα – Το πρόβλημα του μη μισθολογικού κόστουςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr