Γιάννης Καρούζος: Πως υπολογίζεται η αποζημίωση του συνταξιούχου που εργάζεται;

Οποτεδήποτε και αν λάβει χώρα η αποχώρηση του μισθωτού μετά τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης, αυτός δικαιούται μειωμένη και όχι πλήρη αποζημίωση

NEWSROOM
Γιάννης Καρούζος: Πως υπολογίζεται η αποζημίωση του συνταξιούχου που εργάζεται;

Η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψεως συντάξεως γήρατος ή ακόμη και η υποβολή αίτησης για συνταξιοδότηση εκ μέρους του εργαζομένου, δε λύει αυτομάτως την εργασιακή σχέση, μήτε υποδηλώνει σιωπηρή καταγγελία της ατομικής σύμβασης εκ μέρους του ή οικειοθελή αποχώρηση. Τίθεται όμως το ερώτημα, αν συνεχίζοντας ο συνταξιούχος την απασχόλησή του με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, η αποζημίωση που θα λάβει σε ενδεχόμενη μεταγενέστερη απόλυσή του θα είναι πλήρης ή μειωμένη. Τούτο δε ενόψει του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 325 § 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (άρθρο 8 εδ. β’ του ν. 3198/1955) ορίζει πως «Εργαζόμενοι που υπάγονται στην ασφάλιση για χορήγηση σύνταξης οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, δύνανται είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία τους από τον εργοδότη τους, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση το 40% -και όσοι δεν είναι επικουρικά ασφαλισμένοι, το 50%- της αποζημίωσης που δικαιούνται με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας χωρίς προειδοποίηση από τον εργοδότη. Για την αποζημίωση που χορηγείται κατά τα ανωτέρω στους εργαζομένους που αποχωρούν ή απομακρύνονται εφαρμόζονται κατά τα λοιπά όλα όσα ορίζονται από τις διατάξεις του Τμήματος αυτού.»

Τι ισχύει λοιπόν στην περίπτωση που ένας εργαζόμενος συνταξιοδοτηθεί ενώ παράλληλα εξακολουθεί να εργάζεται και στη συνέχεια παραιτηθεί ή απολυθεί από την εργασία του; Θα λάβει το 40%, ή κατά περίπτωση το 50%, της αποζημίωσής του ή την πλήρη αποζημίωση απόλυσης;

Για αυτές τις περιπτώσεις εργαζομένων που συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης γήρατος αλλά δεν αποχωρούν από την εργασία τους αμέσως, έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις:

Α. Κατά μια άποψη, του νόμου μη διακρίνοντος, άπαξ ο εργαζόμενος θεμελίωσε δικαίωμα συνταξιοδότησης τότε δικαιούται, οποτεδήποτε στο εξής αποχωρήσει από την εργασία του, μόνον τη μειωμένη αποζημίωση του 40% και αν δεν είναι επικουρικά ασφαλισμένος του 50% της αποζημίωσης απόλυσης.

Β. Κατ’ άλλους, αν η αποχώρηση του εργαζομένου δεν λάβει χώρα εντός ευλόγου χρόνου από τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησής του, τότε η αποχώρηση αυτή κείται εκτός του πνεύματος του νόμου, σκοπός του οποίου ήταν η διευκόλυνση της ανανέωσης του προσωπικού των επιχειρήσεων, η παροχή στους νέους περισσότερων ευκαιριών για εξεύρεση εργασίας (Βλ. ΟλΑΠ 1110/1986, ΕΕργΔ 1987, 74· ΑΠ 93/1995, ΔΕΝ 1995, 440· ΑΠ 1218/1988, ΕΕργΔ 1989, 1002 και την Εισηγ. Έκθεση του Υπουργού Εργασίας στο σχέδιο του ν.δ. 3789/1957, ΕΕργΔ 1957, 1137), και η παροχή κινήτρων για τη μονομερή λύση της σύμβασης εργασίας των «υπερήλικων» εργαζομένων, είτε από τη δική τους πλευρά, είτε από την πλευρά του εργοδότη, οπότε σε αυτή την περίπτωση που η απομάκρυνση του μισθωτού γίνει σε ύστερο χρόνο, τότε δεν συντρέχει λόγος να του καταβληθεί η μειωμένη αποζημίωση αλλά οφείλεται ολόκληρο το ποσό αυτής σε περίπτωση απόλυσής του, ενώ σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης δεν οφείλεται αποζημίωση, όπως δηλαδή θα συνέβαινε σε κάθε περίπτωση πριν τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος.

Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκαν ορισμένες αποφάσεις που δέχθηκαν ότι ο εργοδότης οφείλει την πλήρη αποζημίωση και όχι τη μειωμένη που προβλέπει η προαναφερθείσα διάταξη, μολονότι ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, όταν η απόλυση δεν γίνεται για το λόγο αυτό αλλά για άλλους λόγους (π.χ. αντισυμβατική συμπεριφορά, οικονομικοτεχνικοί λόγοι).

Η άποψη αυτή όμως είναι εσφαλμένη. Τούτο διότι από τη διατύπωση της διάταξης σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης, την καταβολή μειωμένης αποζημίωσης, τη συνδέει, αποκλειστικά και μόνο, με τη συμπλήρωση από τον εργαζόμενο των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης, χωρίς να απαιτεί επιπρόσθετα το γεγονός αυτό να έχει αποτελέσει και κίνητρο της καταγγελίας. Ο νόμος δεν θεσπίζει έναν νόμιμο λόγο απόλυσης άλλα ένα νόμιμο λόγο καταβολής μειωμένης αποζημίωσης ανεξάρτητα από την αιτία της. Δεν απαιτείται, για την εφαρμογή της διάταξης, η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος να αποτέλεσε και το «κινήσαν αίτιον» της καταγγελίας. Το ότι η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 (325 § 2 π.δ. 80/2022) θέλει να δημιουργήσει κίνητρο για τη λύση της σύμβασης των υπερηλίκων εργαζομένων, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή της, όταν κατά το χρόνο της καταγγελίας ο εργαζόμενος έχει αντικειμενικά συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Και στην περίπτωση αυτή εκπληρώνεται αντικειμενικά ο σκοπός του νόμου.

Στο αυτό συμπέρασμα κατέληξε και η υπ’ αριθμ. 1101/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία διατύπωσε την παραπάνω κρατούσα άποψη με γλαφυρότητα: «Προκύπτει ακόμη ότι η ανωτέρω διάταξη δεν δημιουργεί υποχρέωση του εργοδότη να απομακρύνει (απολύσει) το μισθωτό από την υπηρεσία του, ούτε υποχρέωση του μισθωτού να αποχωρήσει οικειοθελώς από αυτή. Απλώς παρέχει τη δυνατότητα στον εργοδότη να απομακρύνει το μισθωτό και χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου, εφόσον στο πρόσωπο του συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και στο μισθωτό να αποχωρεί από την εργασία του λαμβάνοντας μειωμένη αποζημίωση. Δηλαδή με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β’ του ν. 3198/1955 δεν προβλέπεται λόγος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας αλλά λόγος καταβολής μειωμένης αποζημίωσης, για την απομάκρυνση του μισθωτού από την εργασία του, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος.»

Η ως άνω απόφαση μάλιστα δεν άφησε καμία αμφιβολία για το ότι δεν υπάρχει  χρονικός περιορισμός από την ημερομηνία θεμελίωσης του δικαιώματος πλήρους σύνταξης γήρατος ή της συνταξιοδότησης και μετά για το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση του εργαζομένου με μειωμένη αποζημίωση, καθώς «για το έγκυρο της καταγγελίας για τον προεκτεθέντα λόγο, δεν απαιτείται η με πανηγυρικό τρόπο διατύπωση στο έγγραφο της καταγγελίας της συνδρομής των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, αλλ’ αρκεί ως λόγος της μειωμένης αποζημίωσης να είναι η από το μισθωτό συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος.»

Επομένως, οποτεδήποτε και αν λάβει χώρα η αποχώρηση του μισθωτού μετά τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης, αυτός δικαιούται μειωμένη και όχι πλήρη αποζημίωση. Για το ποσοστό δε της μειωμένης αποζημίωσης, αυτό ορίζεται εκ του νόμου σε 40% για εργαζομένους με επικουρική ασφάλιση και σε 50% για τους λοιπούς. Αν όμως υπάρχουν τυχόν ευνοϊκότεροι όροι που περιέχονται σε ΣΣΕ, κανονισμούς εργασίας, ατομικές συμβάσεις ή έχουν διαμορφωθεί βάσει επιχειρησιακής συνήθειας, τότε αυτοί υπερισχύουν (άρθρ. 5 παρ.3 ν. 435/1976).

*Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος-Εργατολόγος

ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr