Ιωάννης Β. Σαμέλης: Πρακτικά ζητήματα για την αποφυγή της διπλής τιμώρησης στο αδίκημα των οφειλών προς το δημόσιο

Τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης

NEWSROOM
Ιωάννης Β. Σαμέλης: Πρακτικά ζητήματα για την αποφυγή της διπλής τιμώρησης στο αδίκημα των οφειλών προς το δημόσιο

Με τον νέο Ποινικό Κώδικα αντιμετωπίστηκε ένα συχνότατο ζήτημα, που αποτέλεσε και αντικείμενο αντιφατικής και συχνά ανατρεπόμενης υπέρ της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης νομολογίας κατά το παρελθόν, αυτό της διπλής τιμώρησης και της συρροής μεταξύ των εγκλημάτων φοροδιαφυγής και του εγκλήματος των οφειλών προς το Δημόσιο κατ’ άρθρον 25 του ν. 1882/1990.

Αποτέλεσμα της προηγούμενης του νέου Ποινικού Κώδικος κατάστασης ήταν να τιμωρούνται συχνά οι κατηγορούμενοι και για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής, και για τις εκ των υστέρων οφειλές τους στο Δημόσιο εξ αυτής της αιτίας, θεωρούμενες οι οφειλές κατόπιν ταμειακών βεβαιώσεων, ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα, και όχι ως ύστερη, μη τιμωρητή πράξη του αρχικού εγκλήματος φοροδιαφυγής, καίτοι ενυπήρχαν τα αυτά πραγματικά περιστατικά.

Με τον νέο Ποινικό Κώδικα, και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 469 Π.Κ., ορίζεται ότι μετά το εδάφιο β` της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ` ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.».

Από το άρθρο 2 του νέου Π.Κ., που ορίζει ότι «1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας», προκύπτει, ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο «όλον» και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη.

Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από την μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους.

Μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις με τον ν.4321/2015 και τον ν.4337/2015, και όπως ισχύει σήμερα, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ορίστηκε ότι μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νπδδ, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), και σύμφωνα με την ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013.

Τέτοια αποκλεισμένα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων,  από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του Φ.Π.Α., από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα.

Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη.

Επισημαίνεται ότι το πνεύμα του νομοθέτη ήταν να θεραπευτεί με την ως άνω διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ., το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε, ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί την διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε συνεπεία φορολογικού αδικήματος δεν επιτρέπεται για να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή, όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές.

Ήδη η πλέον πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου [ΑΠ 1516/2019, 1616/2019, 1652/2019, 1820/2019, 1858/2019, 2021/2019, 257/2020, 343/2020, 690/2020], επικύρωσε και δικαστικώς την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης στην κατεύθυνση της αποφυγής της διπλής ποινικής τιμώρησης, λειτουργώντας ως κατευθυντήρια γραμμή για το σύνολο των υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των Δικαστηρίων όλων των βαθμών, σε όλη την χώρα.

Ο Ιωάννης Β. Σαμέλης είναι Δικηγόρος Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr