Κώστας Κοσμάτος: Η αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων των ανηλίκων και η τροποποίηση του άρθρου 124 ΠΚ με τον Ν. 5172/2025

Γιατί η πρόβλεψη για αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων με ποινή θα πρέπει να θεωρηθεί μη ισχύουσα.

NEWSROOM
Κώστας Κοσμάτος: Η αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων των ανηλίκων και η τροποποίηση του άρθρου 124 ΠΚ με τον Ν. 5172/2025

Οι διατάξεις που επηρεάζουν το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων δεν «ξέφυγαν» ούτε αυτή τη φορά από τη νέα τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα με το Ν 5172/2025. Η κυριότερη από αυτές αφορά την προσθήκη της παρ. 5 στη διάταξη του άρθρου 124 ΠΚ, με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου ανηλίκων για αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων που έχει επιβάλλει, όχι μόνο με αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αλλά και με κατ’ οίκον έκτιση ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας και σε περίπτωση που τα παραπάνω δεν επαρκούν, με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με μέγιστη διάρκεια τα τρία (3) έτη.

Ειδικότερα, για την αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, σύμφωνα με τη νέα διάταξη, θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α) η πράξη για την οποία επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 127 ΠΚ, δηλαδή να πρόκειται για κακούργημα και να πρόκειται για ανήλικο που όταν τέλεσε την πράξη ήταν άνω των 15 ετών και

βα) κατά τη διάρκεια ισχύος των επιβληθέντων αναμορφωτικών μέτρων να ασκήθηκε ποινική δίωξη για πράξη που, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα ή

ββ) τα επιβληθέντα αναμορφωτικά μέτρα να παραβιάζονται εξακολουθητικά.

Ωστόσο, η κατά τα παραπάνω πρόβλεψη για αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων με ποινή θα πρέπει να θεωρηθεί μη ισχύουσα, καθώς:

α) Οι διατάξεις του άρθρου 124 παρ. 1-3 ΠΚ για την μεταβολή ή αντικατάσταση των αναμορφωτικών και των θεραπευτικών μέτρων διαχρονικά εξυπηρετούν ένα βασικό σκοπό: τον έλεγχο της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων που επέβαλλε το δικαστήριο ανηλίκων και τη δυνατότητα για μεταβολή τους, με γνώμονα την πληρέστερη μεταχείριση του ανηλίκου.

β) Ο νομοθέτης θεσπίζοντας τη διάταξη του άρθρου 124 ΠΚ έκανε ρητή αναφορά για αντικατάσταση των μέτρων με άλλα μέτρα και όχι με ποινές. Έτσι, δεν θέλησε να είναι δυνατή η αντικατάσταση οποιουδήποτε αναμορφωτικού ή θεραπευτικού μέτρου με επιβολή περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων.

γ) Με βάση τα παραπάνω δεδομένα γινόταν δεκτή η παράκαμψη της αρχής του δεδικασμένου (κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ) σε σχέση με την μεταβολή ή αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων με άλλα (αναμορφωτικά ή θεραπευτικά) μέτρα, καθώς η τελευταία έχει ως βασική αφετηρία την καταλληλότερη μεταχείριση του ανηλίκου δράστη με επιβολή ανάλογων και αποτελεσματικών μέτρων, τα οποία δεν αλλοιώνουν την φύση των (αρχικώς) επιβληθέντων αναμορφωτικών μέτρων, αλλά τα συμπληρώνουν σύμφωνα με τις τρέχουσες περιστάσεις.

δ) Όπως είναι γνωστό, στους ανηλίκους δεν επιβάλλονται οι ποινές των ενηλίκων (φυλάκιση και κάθειρξη –ως στερητικές της ελευθερίας–, χρηματική, προσφορά κοινωφελούς εργασίας), αλλά αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή (εξαιρετικά, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 127 ΠΚ) περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων (άρθρο 121 παρ. 2 ΠΚ).

Παράλληλα, προβλέπεται η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής (άρθρο 127 παρ. 1, εδ. τελευταίο) ως τρόπος έκτισης του περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων και η επιβολή της παροχής κοινωφελούς εργασίας, ως αναμορφωτικό μέτρο (άρθρο 122 περ. ι’ ΠΚ).

Ειδικά, για να διαταχθεί η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής θα πρέπει πρώτα να επιλεγεί και να επιβληθεί από το δικαστήριο ανηλίκων ο περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων, να οριστεί με τη δικαστική απόφαση η διάρκειά του και στη συνέχεια να κριθεί, με βάση τις περιστάσεις, η αντικατάστασή του.

ε) Γίνεται απολύτως δεκτό ότι οι αποφάσεις που επιβάλλουν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα είναι αθωωτικές. Βέβαια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 489 στοιχείο γ’ του ΚΠΔ παρέχεται στον ανήλικο το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με την οποία καταδικάστηκε σε περιορισμό σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη αυτή που παρέχει το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων που επιβάλλουν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη, υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, όταν τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 489 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ από το άρθρο 26 του Ν 3904/2010, καθώς μέχρι τότε η κρίση ότι οι αποφάσεις που επιβάλλουν αναμορφωτικά μέτρα είναι αθωωτικές ισοδυναμούσε με την αδυναμία προσβολής των αποφάσεων αυτών από τον κατηγορούμενο με το ένδικο μέσο της έφεσης, καθώς δεν προβλέπονταν στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 486 του προγενέστερου ΚΠΔ.

Άλλωστε, ο αθωωτικός χαρακτήρας της απόφασης έχει οδηγήσει σε αδυναμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά των αποφάσεων που διατάσσουν  αναμορφωτικά μέτρα, καθώς κατά την προαναφερθείσα θέση της νομολογίας οι αποφάσεις αυτές –ως αθωωτικές– κρινόταν ότι δεν προσβάλλονται με το ένδικο μέσο της αναίρεσης, καθώς δεν περιλαμβάνονται ρητά στη διάταξη του άρθρου 504 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Περαιτέρω, ο αθωωτικός χαρακτήρας των αποφάσεων αυτών έχει ορθά οδηγήσει το νομοθέτη στην μη εγγραφή τους στο δελτίο ποινικού μητρώου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Σε κάθε δελτίο ποινικού μητρώου αναγράφονται τα εξής: …β) Οι ακόλουθες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα: …ββ) κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται περιορισμός σε ειδικό κατάστημα νέων».

Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι δεν εγγράφονται στο ποινικό μητρώο οι αποφάσεις των δικαστηρίων ανηλίκων που επιβάλλουν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, γεγονός που απηχεί την ανάγκη για αποφυγή του στιγματισμού του ανηλίκου, ώστε να μην αποτελεί η επιβολή των μέτρων «σκιά» στη μελλοντική διαδρομή του.

στ) Με την προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 124 ΠΚ ο νέος ποινικός νομοθέτης φαίνεται ότι δημιουργεί ανεπίτρεπτες υπερβάσεις που δημιουργούν ρωγμές στη συνολική ιδιαίτερη ποινική και δικονομική μεταχείριση των ανηλίκων. Έτσι, το δικαστήριο ανηλίκων που καλείται να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα, χωρίς να διενεργήσει σχετική αποδεικτική διαδικασία για την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να παρακάμψει την απόφαση που διέταξε την επιβολή αναμορφωτικών μέτρων και να επιβάλλει περιορισμό σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων.

Ουσιαστικά ο νομοθέτης φαίνεται ότι προβλέπει την «εκ των υστέρων» επιβολή (νέας) κύρωσης όχι για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, αλλά στη βάση της μεταγενέστερης συμπεριφοράς του ανηλίκου. Ωστόσο, η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ εγκλήματος και μεταχείρισης, χωρίς να τηρούνται οι δικαιοκρατικές δικονομικές εγγυήσεις που συνοδεύουν την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται, περαιτέρω, για δικονομικές παραδοξότητες, καθώς με τον τρόπο αυτό επιχειρείται:

i. η «μετατροπή» μιας αθωωτικής απόφασης που επέβαλλε αναμορφωτικά μέτρα σε καταδικαστική που επιβάλλει περιορισμό σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων,

ii. η επιβολή νέας στερητικής της ελευθερίας ποινής, χωρίς ακροαματική διαδικασία ως προς την ουσία της υπόθεσης, χωρίς να είναι δυνατή η άσκηση ενδίκων μέσων και εγγραφή της νέας αυτής απόφασης στο δελτίο ποινικού μητρώου,

iii. μη επιτρεπτή παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου, αναφορικά με την αλλαγή του είδους του μέτρου που αποφάσισε να επιβάλλει το δικαστήριο ανηλίκων και της στερητικής της ελευθερίας ποινής που μπορεί να επιβάλλει το δικαστήριο της αντικατάστασης,

iv. ουσιαστική χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, αναφορικά με την ποινική του μεταχείριση, χωρίς να έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης που επέβαλλε το αναμορφωτικό μέτρο.

Είναι εμφανές ότι ο βασικός πυρήνας της τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 124 ΠΚ με το Ν 5172/2025 κινείται σε αυστηρή (αμφιβόλου νομιμότητας) κατεύθυνση, με κυρίαρχο γνώμονα την επιλογή στερητικών της ελευθερίας μέτρων. Η θεώρηση αυτή έχει ως αφετηρία την τήρηση του «νόμου και της τάξης» με την υιοθέτηση των αρχών της «μηδενικής ανοχής».

Η παραπάνω επιλογή έχει σίγουρα επικοινωνιακό προβάδισμα, ωστόσο, δεν συνεκτιμά ότι η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων επιτείνει τον στιγματισμό τους, ενισχύει την ιδρυματοποίησή τους και τους οδηγεί μαθηματικά στην υποτροπή. Ιδίως, όταν η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων υλοποιείται υπό τις γνωστές δυσμενείς συνθήκες και με κυρίαρχα τιμωρητικό προσανατολισμό.

* Ο Κώστας Κοσμάτος είναι Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

* Πηγή: «Nova Criminalia», Περιοδική έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Νο 22, Φεβρουάριος 2025

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr