Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Μαριάννα Κατσιάδα: Ιατρικό σφάλμα και αποζημίωση – Τα όρια της δικαστικής κρίσης

Το ΣτΕ ανέπτυξε και σκέψεις αναφορικά με το αν η ως άνω κρίση, που συνάγεται ερμηνευτικά από τη διάταξη του άρθρου 5§2 ΚΔΔ, έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας. 

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μαριάννα Κατσιάδα: Ιατρικό σφάλμα και αποζημίωση – Τα όρια της δικαστικής κρίσης dikastiko

Η ΣτΕ 156/2022 έκρινε το ζήτημα της δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, το ΣτΕ δικάζοντας αναίρεση σε υπόθεση αγωγής αποζημίωσης λόγω αστικής ευθύνης δημόσιου νοσοκομείου από ιατρικό λάθος έκρινε ότι η απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αθωώνει ιατρό δημόσιου νοσοκομείου δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο το οποίο καλείται να δικάσει αγωγή αποζημίωσης που αφορά την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου. Μόνη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου είναι η εκτίμηση της αθωωτικής απόφασης κατά την διαμόρφωση της κρίσης του και η αιτιολόγιση της κρίσης του σε περίπτωση απόκλισης από την αθωωτική απόφαση.

Ταυτόχρονα, το ΣτΕ ανέπτυξε και σκέψεις αναφορικά με το αν η ως άνω κρίση, που συνάγεται ερμηνευτικά από τη διάταξη του άρθρου 5§2 ΚΔΔ, έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας.

Ειδικότερα, απεφάνθη ότι η αγωγή αποζημίωσης δεν εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της αρχής ne bis in idem, καθώς σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το δικαστήριο, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αρχή ne bis in idem, οι διαφορές που δημιουργούνται κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, αλλά αμιγώς αποζημιωτικό – αποκαταστατικό. Άλλωστε, αυτός είναι ο σκοπός της αποζημίωσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Μάλιστα, ένας ακόμη προφανής λόγος για τον οποίο καθίσταται ανεφάρμοστη η αρχή αυτή είναι ότι διάδικος στην ποινική δίκη είναι το φυσικό πρόσωπο (εν προκειμένω ο ιατρός), ενώ στην δίκη επί της αγωγής αποζημίωσης είναι το Δημόσιο (εν ευρεία εννοία).

Όσον αφορά το τεκμήριο αθωότητας, η ισχύς του είναι καθολική και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση εκδίδεται μετά την αθώωση/απαλλαγή του εκάστοτε προσώπου, δεν πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την αθωότητά του ακόμη και αν η αθώωση οφείλεται στην ύπαρξη αμφιβολιών. Άρα, παρότι το δικαστήριο καταρχήν δε δεσμεύεται από την ύπαρξη αθωωτικής ποινικής απόφασης, υποχρεούται να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, ενώ σε περίπτωση που καταλήξει να αποκλίνει από την αθωωτική απόφαση υποχρεούται να διατυπώσει τεκμηριωμένη κρίση που να μην δημιουργεί αμφιβολίες ικανές να βλάψουν το τεκμήριο αθωότητας. Επιπλέον, όταν αναφερόμαστε στο τεκμήριο αθωότητας, επίκληση αυτού μπορεί κατά περίπτωση να γίνει και από το δημόσιο ή ν.π.δ.δ.. Ειδικά για τις περιπτώσεις που αφορούν αστική ευθύνη δημοσίου ή ν.π.δ.δ. των οποίων η επιδίωξη δημοσίων σκοπών εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την επιστημονική επάρκεια και την επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων που αποτελούν τα όργανά τους (εν προκειμένω των δημόσιων νοσοκομείων), τότε η επίκληση και η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας είναι επιβεβλημένη.

*Η Μαριάννα Κατσιάδα είναι Δικηγόρος

Βιβλιογραφία:

Απόσπασμα της σκέψης 12 στην οποία αναφέρονται οι προϋποθέσεις: Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα τρία κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ (απόφαση της 8.6.1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας), κατ’ εφαρμογή των οποίων ως «ποινικές» μπορούν να θεωρηθούν και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα με βάση το αν η σχετική νομοθετική διάταξη που προβλέπει την παράβαση και την κύρωση ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, τη φύση της παράβασης και, τέλος, τη φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν την ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι το ίδιο σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης [βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 951/2018 7μ., απόφαση της 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453/12, 42941/12, 9028/13)]

Όπως αναφέρει το ΣτΕ σε περίληψη της αποφάσεως που έχει δημοσιεύσει η εκ μέρους του νοσοκομείου παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ζωής και της υγείας κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνο με το άρθρο 21 του Συντάγματος συνδέεται άμεσα με την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων, στα οποία  το νοσοκομείο έχει αναθέσει την εκπλήρωση του ανωτέρω δημόσιου σκοπού.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr