Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Αποκαθιστά την τάξη η νέα διάταξη για τη δέσμευση και αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων υπόπτων και κατηγορουμένων
Του δικηγόρου Παναγιώτη Μπαλακτάρη Σε όσες και όσους ασκούμε ποινική δικηγορία είναι οικεία τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά τον χειρισμό των υποθέσεων. Προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν με την ικανότητα του συνηγόρου υπεράσπισης, αλλά με την απολυτότητα των νομοθετικών προβλέψεων. Συγχρόνως, πολλά από αυτά τυγχάνουν ζητήματα, τα οποία, επειδή αποτελούν ουσιώδεις παράγοντες υποθέσεων που […]
Του δικηγόρου Παναγιώτη Μπαλακτάρη
Σε όσες και όσους ασκούμε ποινική δικηγορία είναι οικεία τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά τον χειρισμό των υποθέσεων. Προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν με την ικανότητα του συνηγόρου υπεράσπισης, αλλά με την απολυτότητα των νομοθετικών προβλέψεων. Συγχρόνως, πολλά από αυτά τυγχάνουν ζητήματα, τα οποία, επειδή αποτελούν ουσιώδεις παράγοντες υποθέσεων που «αγγίζουν» την κοινή γνώμη, γίνονται αντικείμενα κριτικής ή και κατάκρισης. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, από αδαείς περί τα νομικά. Έτσι, διαμορφώνεται κατά τρόπο στρεβλό μία «κοινή» άποψη των πολιτών για δύσκολα νομικά ζητήματα, τα οποία όμως δεν προσφέρονται για νομικίστικο λαϊκισμό[1].
Τρανό παράδειγμα αυτής της κακής πρακτικής είναι η νέα διάταξη για την δέσμευση και αποδέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), σε υποθέσεις σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η νέα διάταξη έχει, όπως θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 Νόμου 4637/2019, ως εξής: «2. Τροποποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/ 2018 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.» (η υπογράμμιση του γράφοντος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 Κ.Π.Δ. «2. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παρ. 1 του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξη τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμοδίου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτικής εξέτασης.». (η υπογράμμιση του γράφοντος).
Έως την ψήφιση του νόμου 4637/2019 οι εισαγγελικοί λειτουργοί είχαν τη δυνατότητα, όταν διενεργούσαν προκαταρτική εξέταση, να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου για χρονικό διάστημα 18 μηνών το ανώτερο, ενώ εάν η δέσμευση διατασσόταν από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ήταν απεριόριστη! Ήτοι, υφίστατο μια νομική ανισορροπία, εάν όχι αντινομία, η οποία έπληττε την ασφάλεια δικαίου και βέβαια την ίση μεταχείριση ίσων περιπτώσεων, παρά το γεγονός ότι η πράξη της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κάποιου υπόπτου για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις εθεωρείτο από την κοινή γνώμη ενδεδειγμένη τιμωρία.
Πλέον, με τη διάταξη που δαιμονοποιήθηκε από κάποιους μη γνώστες αποκαταστάθηκε η έννομη τάξη. Είναι γνωστό, ότι απαγορεύεται από το δίκαιό μας η αντιστροφή του τεκμηρίου της αθωότητος. Προβλέπεται, εξάλλου, ρητώς στο άρθρο 178 Κ.Π.Δ. ότι: «2. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. 3. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.». Ας μη λησμονούμε, ότι στο στάδιο της προδικασίας ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η προστασία που παρέχει το άρθρο 8 του Συντάγματος, κατά το οποίο: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος». Εάν σε αυτό προσθέσουμε, όπως οφείλουν να πράττουν οι εφαρμοστές του νόμου δικαστικοί λειτουργοί και εμείς οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, την θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου που απορρέει από το άρθρο 2 του Συντάγματος («O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας») καθώς και την συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 αρχή της αναλογικότητας, τότε καθίσταται απολύτως σαφής η στόχευση αποφυγής της υπέρμετρης βλάβης του υπόπτου που προκαλείται εξ αντικειμένου από την ποινική προδικασία. Επιπροσθέτως, στη συντριπτική πλειονότητα των έως τώρα περιπτώσεων δέσμευσης προκαλείτο ένα μείζον πρόβλημα. Ο οικονομικός στραγγαλισμός του υπόπτου και μετέπειτα κατηγορουμένου, ο οποίος έχανε τα πάντα σε μια στιγμή και, όταν πια αθωωνόταν, ο επαγγελματικός και προσωπικός του βίος είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Η δε φθίνουσα πορεία της ζωής του, εξαιτίας της χρονικά απεριόριστης δέσμευσης, ήταν μη αναστρέψιμη. Γεγονός που δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από ένα φιλελεύθερο σύστημα δικαίου, όπως το δικό μας. Πολλές υποθέσεις υπάρχουν, στις οποίες η δέσμευση διήρκεσε ακόμη και 10 ή 15 ή ακόμη και 19 χρόνια, έως την εκδίκαση δηλαδή της υπόθεσης, κατόπιν της οποίας αθωώθηκαν οι εξουθενωμένοι πια κατηγορούμενοι.
Η βούληση του νομοθέτη της νέας διάταξης είναι προφανής και ο σκοπός αυτής διττός: αφενός μεν η αποτροπή της εξόντωσης του ανθρώπου που φέρει – ίσως προσωρινώς και αδίκως – την ιδιότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου και αφετέρου δε η έμμεση επιτάχυνση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, δοθέντος ότι είτε θα έχει δικαστεί ο κατηγορούμενος εντός χρονικού διαστήματος 18 μηνών είτε η Πολιτεία θα προβεί στην αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων. Άλλωστε, έτσι δεν λειτουργεί και η προσωρινή κράτηση ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού;
Ιδιαίτερα συγχαρητήρια αξίζουν στους εμπνευστές της καθόλα απαραίτητης μεταβατικής του νόμου διάταξης (άρθρo 15 Νόμου 4637/2019), σύμφωνα με την οποία: «Μεταβατική Διάταξη. Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο αρμόδιος ανακριτής ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου η διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παύει αυτοδικαίως να ισχύει.». Αποσαφήνισε άπαξ και δια παντός, κατά τρόπο απολύτως επιτυχημένο, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για τις εκκρεμείς περιπτώσεις, ώστε να εναρμονιστούν με την εκπεφρασμένη νομοθετική βούληση.
Συνοψίζοντας, λεκτέον ότι η ως άνω νομοθετική τροποποίηση ήταν και αναγκαία και κρίσιμη. Ο κοινωνικός στιγματισμός που συνοδεύει έναν ύποπτο ή κατηγορούμενο είναι ιδιαιτέρως βαρύς. Η Πολιτεία, δια του ποινικού δικονομικού δικαίου, έχει χρέος την εύρεση των ενόχων και την απαλλαγή των αθώων. Στο αρκετά ευρύ χρονικά αυτό πλαίσιο παρεμβαίνει με τον απαιτούμενο σκληρό τρόπο στα δικαιώματα του υποκειμένου της ποινικής διαδικασίας. Ο τρόπος αυτός όμως δεν μπορεί να είναι υπέρμετρος και δυσανάλογος. Ένα κράτος δικαίου δεν εκδικείται αλλά σωφρονίζει τους εν τέλει ενόχους. Εν τω μεταξύ, μέχρι να κριθεί αμετακλήτως η ενοχή κάποιου προσώπου τεκμαίρεται ότι είναι αθώο. Η παραδοχή αυτή πρέπει να καλύπτει και το σύνολο της εις βάρος του διαδικασίας.
[1] Φράση, η πατρότητα της οποίας ανήκει στον Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Βουλευτή Άγγελο Συρίγο.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr