Σουζάνα Κλημεντίδη:Η απόφαση του ΣτΕ (Ολ. 1684/2022)ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των εργαζομένων σε δομές υγείας – Μια κριτική προσέγγιση
Τα επίμαχα σημεία που εγείρουν σημαντικούς προβληματισμούς
Η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δια της οποίας κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο διεθνές δίκαιο ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των εργαζομένων σε δομές υγείας, απορρίπτοντας έτσι την αίτηση ακύρωσης της ΠΟΕΔΗΝ κατά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε υγειονομικό προσωπικό που αρνήθηκε να υποβληθεί στον υποχρεωτικό εμβολιασμό για την αντιμετώπιση της Covid-19 (ΣτΕ Ολ. 1684/2022), έχει προκαλέσει σωρεία επιστημονικών αντιδράσεων, ένεκα της πατερναλιστικής επιχειρηματολογίας που προέκρινε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας.
Τα επίμαχα σημεία που εγείρουν σημαντικούς προβληματισμούς είναι τα εξής:
Καταρχήν το ΣτΕ έκρινε ότι «οι άδειες κυκλοφορίας υπό αίρεση, τις οποίες τα εγκεκριμένα εμβόλια αυτά έχουν λάβει, βάσει της διαγραφόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασίας, η οποία δεν επινοήθηκε ad hoc για την αντιμετώπιση της τρέχουσας επιδημικής έξαρσης του νέου κορωνοϊού covid- 19, τελούν υπό καθεστώς αυστηρών εγγυήσεων και συνδέονται με συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κατόχων τους και δεν είναι ούτε προσωρινές, ούτε άδειες χρήσης έκτακτης ανάγκης (άδειες μη εγκεκριμένων εμβολίων), που κατά τις ανωτέρω διατάξεις χορηγούνται όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά δεδομένα, αλλά χορηγούνται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όταν υπάρχουν επαρκή αλλά όχι εκτενή κλινικά δεδομένα, υπό τις ακόλουθες τέσσερεις αυστηρές προϋποθέσεις: α) ότι η σχέση κινδύνου-οφέλους του φαρμάκου είναι θετική, β) ότι ο αιτών την άδεια θα υποβάλει εκτενή κλινικά στοιχεία, γ) ότι καλύπτονται ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και δ) ότι το όφελος για τη δημόσια υγεία από την άμεση διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου φαρμάκου υπερτερούν του κινδύνου που οφείλεται στο ότι απαιτούνται συμπληρωματικά στοιχεία (άρθρο 4 Κανονισμού 507/2006)». Σύμφωνα με το ως άνω σκεπτικό κρίθηκε ότι «με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίστηκε το επίδικο μέτρο – τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι αποτελεσματικά, υπό την έννοια ότι η ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου προστατεύει τον άνθρωπο από τη νόσηση και, πάντως, από τη βαριά νόσηση με covid-19».
Ωστόσο, το επιχείρημα που αναπτύσσεται στην παραπάνω συλλογιστική του ΣτΕ υποδεικνύει ότι η «υπό αίρεση» αδειοδότηση των εμβολίων για τον περιορισμό της πανδημίας δεν συνεπάγεται τον πειραματικό ή δοκιμαστικό χαρακτήρα των εμβολίων. Έτσι, λοιπόν, η κατά κάποιο τρόπο ερμηνευτική ακροβασία του ΣτΕ εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα εμβόλια πρέπει apriori να θεωρούνται άνευ ετέρου ασφαλή και αποτελεσματικά, ακόμη και όταν η χορήγησή τους δεν συνοδεύεται από εκτενή και αναγκαία δεδομένα, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της δυνατότητας του κρατικού μηχανισμού να μπορεί νομίμως να εξαναγκάζει τους πολίτες να υποβληθούν στη χορήγηση του εμβολίου, στερώντας τους ένα θεμελιώδες δικαίωμα, που είναι εκείνο της αξιολόγησης της «υπό αίρεση» άδειας. Κατά συνέπεια, ο υπέρ-προστατευτισμός με τον οποίο επιφορτίζεται ο κρατικός μηχανισμός, μέσω της συλλογιστικής πορείας του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση των πολιτών να προασπίσουν το κοινό καλό και τους αορίστως επικαλούμενους δημοσίους σκοπούς που χρήζουν προστασίας, τη στιγμή μάλιστα που η ανεπάρκεια των επιστημονικών δεδομένων, εν προκειμένω η ασφαλής χορήγηση των εμβολίων, μπορεί να τεθεί υπό ευθεία αμφισβήτηση από νεότερα επιστημονικά δεδομένα – ικανά να κλονίσουν τη μέχρι πρότινος ψευδεπίγραφη apriori ασφάλεια των πρώτων.
Περαιτέρω, το ΣτΕ έκρινε ότι «ναι μεν σε περιπτώσεις ελλείψεως απόλυτης βεβαιότητας ως προς την ανυπαρξία μακροπρόθεσμων κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία συνδεομένων με τη χρήση ενός νέου εμβολίου η αρχή της προφυλάξεως θα απαιτούσε να απαγορευθεί η χρήση του -όχι μόνο η υποχρεωτική αλλά και η οικειοθελής- όμως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, λόγω πιεστικών και μη αναβαλλόμενων αναγκών προστασίας της δημόσιας υγείας από την εμφάνιση νέου μολυσματικού και υπερμεταδοτικού ιού που προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας και τον θάνατο ακόμα, όπως συμβαίνει στην παρούσα κατάσταση της πανδημίας του ιού covid-19, η αρχή της προφυλάξεως λειτουργεί με αντίστροφο τρόπο σε σχέση με τον συνήθη, διότι απαιτεί να επιτρέπεται ή και να επιβάλλεται η χρήση εμβολίων τα οποία, αν και βάσει μη εκτενών κλινικών δεδομένων, διασφαλίζουν περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους, καθώς ο πιθανός κίνδυνος ανεπιθύμητης ενέργειας για ένα άτομο, με τη χρήση αυτού του εμβολίου, είναι πολύ μικρότερος από την πραγματική βλάβη για μια ολόκληρη κοινωνία, στην οποία δεν χρησιμοποιείται αυτό το εμβόλιο».
Το ΣτΕ προβαίνει στην αξιοποίηση της αρχής της προφύλαξης – η νομική εννοιολόγηση της οποίας αποκτά τεράστια σημασία σε έκτακτες και επείγουσες υγειονομικές καταστάσεις, μια εκ των οποίων είναι και δίχως αμφιβολία η περίπτωση της πανδημίας. Παρά το γεγονός ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό ανασύρει μια εξαιρετικά σημαντική αρχή, εντούτοις με το περιεχόμενο που της αποδίδει και την ερμηνευτική καταγραφή που επιχειρεί, καταφέρνει να την διαστρεβλώσει πλήρως, καθώς και να αλλοιώσει τους σκοπούς που προορίζεται η ίδια να υπηρετεί. Η αρχή της προφύλαξης είναι κρίσιμη σε περιπτώσεις αντιμετώπισης (υγειονομικών) κινδύνων και το περιεχόμενο αυτής ορίζει ότι εάν υπάρχει πιθανότητα μια δεδομένη ανάληψη (υγειονομικής) πρωτοβουλίας να προκαλέσει ζημία σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και συμφέροντα, τότε η ίδια δεν θα πρέπει να επιδιώκεται. Φυσικά, μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να επανεξεταστεί, καθώς και να αναθεωρηθεί, εάν στην πορεία ανακύψουν πρόσθετες, επαρκείς και αξιόπιστες επιστημονικές πληροφορίες που υπαγορεύουν την τροποποίησή της. Το ΣτΕ αντί να εφαρμόσει την εν λόγω αρχή με το παραπάνω περιεχόμενο, ότι δηλαδή τα έννομα αγαθά και τα αναφαίρετα δικαιώματα δεν πρέπει να αμφισβητούνται, εάν δεν συνοδεύονται από επαρκείς και αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας, εγκαταλείποντας έτσι τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των εμβολιασμών μέχρι η αδειοδότησή τους από τις ρυθμιστικές αρχές να μην ζυγίζεται με όρους κόστους-οφέλους, επιλέγει κατά παράδοξο τρόπο να λειτουργήσει αντίστροφα, όπως το ίδιο διατείνεται, προκρίνοντας την κανονιστική προτεραιότητα για την προφύλαξη της κοινωνίας, αποδεχόμενο έτσι την επισφάλεια των μέχρι στιγμής επιστημονικών δεδομένων, τα οποία ενδέχεται να βλάψουν κάποια έννομα αγαθά.
Ακολούθως, το ΣτΕ έκρινε ότι «σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 206 παρ. 6 του ν. 4820/2021 σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρεώσεως εμβολιασμού εκ μέρους των εργαζομένων των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, σε φορείς του δημοσίου τομέα, επιβάλλεται, με απόφαση του επικεφαλής του φορέα το διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον χρόνο αναστολής καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές. […] Το εν λόγω μέτρο αποσκοπεί στο να υποχρεώσει εκείνους στους οποίους αφορά να εμβολιασθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, δηλαδή μέσω του εμβολιασμού του συνόλου του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας να προστατευθεί η δημόσια υγεία και να αποτραπεί η περαιτέρω διάδοση του κορωνοϊού εντός αυτών. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης εκτιμώντας τις συνέπειες του μη εμβολιασμού του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κρατούντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα κατά τον χρόνο θεσπίσεως της υποχρεώσεως εμβολιασμού του προσωπικού αυτού, έκρινε ότι, για την προστασία της δημόσιας υγείας, κατά των αρνούμενων αδικαιολογήτως να εμβολιασθούν, και για όσο χρόνο διαρκεί η άρνησή τους, έπρεπε να ληφθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και της μη καταβολής του μισθού για τον χρόνο ισχύος του. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μην μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν όχι επ’ αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά τη γνώμη, όμως, πέντε Συμβούλων το μέτρο της αναστολής καθηκόντων με όλες τις προαναφερθείσες παρεπόμενες συνέπειες είναι δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ο νομοθέτης θα όφειλε να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών, κατά την ειδικότερη δε γνώμη δυο από τους παραπάνω συμβούλους η επίμαχη ρύθμιση, αντίκειται και στην κατοχυρούμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων».
Η εν λόγω κρίση του ΣτΕ, ότι δηλαδή δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας η μη καταβολή των αποδοχών σε εκείνους τους υγειονομικούς που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, συνεπάγεται κατά την κρίση του ότι μια τέτοια ενέργεια (εξ ολοκλήρου περικοπή του μισθού των υγειονομικών) δεν έχει δυσανάλογα χαρακτηριστικά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, σε μια δικαιοκρατούμενη και φιλελεύθερη έννομη τάξη, η διαφύλαξη της ανθρώπινης αξίας δεν μπορεί να τεθεί υπό αξιολογική στάθμιση ενόψει της επίτευξης του κοινού καλού και τούτο διότι ακυρώνεται η αρχή της αξίας του ανθρώπου, η οποία απολαύει και στη χώρα μας συνταγματικής περιωπής. Φυσικά, η αρχή της αναλογικότητας, ως κλασικό μεθοδολογικό εργαλείο της νομικής επιστήμης, μας επιτρέπει να ελέγχουμε συνδυαστικά τους σκοπούς και τα μέσα με τη στάθμιση των κάθε φορά συγκρουόμενων αγαθών, εντούτοις η αξιοποίηση της εν λόγω αρχής δεν μπορεί να θέτει εκποδών την ανθρώπινη αξία χωρίς να βάλει παράλληλα δια της εργαλειοποίησης του προσώπου κατά των θεμελίων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως σημειώνει και o σπουδαίος νομικός του προηγουμένου αιώνα K. Larenz, «μια πλήρης μετατροπή των αξιολογικών διαφορών σε ποσοτικές διαφορές, σε μετρήσιμα μεγέθη είναι αντίθετη με την φύση της αξιολογικής διαδικασίας. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας εμποδίζει να ψάχνουμε για ορθολογικώς προσδιορίσιμα κριτήρια, τα οποία θα καταστήσουν κατά το δυνατόν διαφανέστερη αυτή τη διαδικασία», και όπως αποδεικνύεται από την πλειοψηφική στάση του Ανώτατου Ακυρωτικού η υπόμνηση του Γερμανού αστικολόγου αξιολογήθηκε ως μη κρίσιμη και ως τέτοια περιέπεσε σε αχρησία.
Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος – Γιώργος Γούλας, Α. Δικηγόρος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και ιατρική επιστήμη – Ο ρόλος του GDPR Σουζάνα Κλημεντίδη: Η ανατροπή της κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 ΚΠολΔ στην ελληνική έννομη τάξη Σουζάνα Κλημεντίδη: Οι θεσμικές ανεπάρκειες των “νόμιμων επισυνδέσεων” Μαριάννα Κατσιάδα-Καρούζου: Σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου για την προστασία της εικόνας από παράνομη βιντεοσκόπηση Σωτήρης Γούλας: Λήψη άδειας εκτός καλοκαιρινής περιόδου – Τι πρέπει να γνωρίζετεΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr