Σουζάνα Κλημεντίδη: Αξιώσεις αποζημίωσης και αρχή της αναλογικότητας

Έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια.

NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Αξιώσεις αποζημίωσης και αρχή της αναλογικότητας

Είναι γνωστό σε νομικούς και μη ότι, όποιος προσβάλλεται στην προσωπικότητά του παράνομα, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Πιο συγκεκριμένα, ωστόσο, από τη διάταξη αυτή και του άρθρου 58 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ προκύπτει ότι επί της προσβολής αυτής, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημιώσεως απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Από αυτό ακολουθεί ότι με την εν συνεχεία διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ κατά την οποία «στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί».

Η ικανοποίηση για την ηθική βλάβη παρέχεται μόνον όταν συντρέχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο και ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια με τις διάφορες μορφές της. Έτσι, οι όροι της ως άνω παροχής εξομοιούνται προς εκείνους της αποζημίωσης. Προϋποθέσεις, ως εκ τούτου, για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 57, 59 ΑΚ είναι α) η προσβολή του πιο πάνω δικαιώματος, β) η προσβολή να είναι παράνομη και τέτοια είναι όταν υπάρχει διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, αδιάφορα αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή το ποινικό δίκαιο ή άλλους κανόνες δημόσιου δικαίου ή και ειδικούς νόμους. Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως απαιτείται και πταίσμα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή και ειδικότερα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 59 ΑΚ απαιτείται η προκαλούμενη από την προσβολή ηθική βλάβη να είναι σημαντική. Κατά συνέπεια από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι τότε μόνο μπορεί να ζητηθεί από κάποιον χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, όταν αυτός προσβάλλεται στην προσωπικότητά του με παράνομη και υπαίτια πράξη που συνιστά δηλαδή αδικοπραξία και προξενεί ηθική βλάβη.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 216 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στον δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία, ενώ πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη.

Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική βλάβη (ή την ψυχική οδύνη) που υπέστη λόγω αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη, το οποίο δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου», εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και, κυρίως, του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος και όλες οι ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές και ανέλεγκτες αντιλήψεις του, αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα.

Η κρίση του Δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι, επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά το καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 Σ), η οποία, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν, απευθύνεται και στο Δικαστή όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντάς την, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, αποτελεί δε η αρχή της αναλογικότητας την αντίστροφη μορφή απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, δηλαδή, το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων.

*Της Σουζάνας Κλημεντίδη, Δικηγόρου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr