Σουζάνα Κλημεντίδη: Εγκυμοσύνη και απολύσεις εργαζομένων – Τι ισχύει
Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων.
Είναι πλέον γνωστό ότι απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία.
Ωστόσο, για να έχουμε την μεγάλη εικόνα της συλλογιστικής πορείας του εκάστοτε δικαστηρίου το οποίο θα επιληφθεί της συγκεκριμένης υπόθεσης, πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρώτα απ’ όλα, καταγγελία είναι το δικαίωμα που έχει οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους σε μια διαρκή σύμβαση να λύνει αυτή τη σύμβαση για το μέλλον με τη μονομερή θέλησή του. Όταν πρόκειται για μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η καταγγελία αυτή από την πλευρά του εργοδότη παίρνει τη μορφή της απόλυσης μισθωτού ενώ από την πλευρά του τελευταίου παρουσιάζεται με την ειδικότερη μορφή της παραίτησης από τη θέση εργασίας. Το δικαίωμα της καταγγελίας είναι διαπλαστικό, καθότι επιφέρει την κατάργηση μιας έννομης σχέσης. Η καταγγελία ασκείται με μονομερή δήλωση βούλησης που μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, αρκεί να είναι σαφής και σοβαρή. Η σιωπηρή καταγγελία συνάγεται από ορισμένη συμπεριφορά του εργοδότη. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας αρχίζουν από τη στιγμή που η σχετική δήλωση φτάνει στο άλλο μέρος προς το οποίο απευθύνεται, χωρίς να ενδιαφέρει το πότε έλαβε γνώση. Καταρχήν είναι αδιάφορος ο τρόπος με τον οποίο ανακοινώνεται (προφορικώς ή γραπτώς). Εάν όμως προβλέπεται ο έγγραφος τύπος ως συστατικό στοιχείο της καταγγελίας, τότε πρέπει να εγχειρίζεται το ίδιο το έγγραφο.
Επιπρόσθετα, η καταγγελία -ρητή ή σιωπηρή- με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μονομερής, απευθυντέα και, κατά κανόνα, αναιτιώδης δικαιοπραξία, συνεπώς δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, επίσης έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν (προφορικώς, εγγράφως ή δια αγγέλου), λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας, απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματός της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργοδότη, που κατήγγειλε την σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου [και] με ιδιωτικό έγγραφο και εγχείρησή του στον εργαζόμενο, προς τον οποίο απευθύνεται ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται, άσχετα από τον λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις που αναγράφονται περιοριστικώς στο νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του (εργοδότη) καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου. Υποχρεούται τότε να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του – μισθούς υπερημερίας, δηλαδή το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του και ότι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, ακόμη και για χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου μέχρι την άρση της υπερημερίας.
Μάλιστα, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζομένου και είναι, συνεπώς, σχετική, ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και ειδικότερα: (1) Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση και (2) Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς, ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του ή να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Δημιουργείται ακόμη υποχρέωση του εργοδότη, με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία, με δικαστική, έστω και οριστική, απόφαση, να απασχολεί, πραγματικά, τον εργαζόμενο. Το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου και δεν έχει την ευχέρεια να απορρίψει ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, που να θεμελιώνουν τέτοιο αίτημα. Βέβαια, είναι κρίσιμο να τονίσουμε ότι, κάθε αξίωση του εργαζομένου, που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός ανατρεπτικής (αποσβεστικής) προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η προθεσμία αυτή λαμβάνεται υπόψιν (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και αφετηρία της αποτελεί ο πιο πάνω χρόνος λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η μη επίδοση της αγωγής στον εργοδότη εμπρόθεσμα καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, που πλήττει κυρίως το δικαίωμα της επικλήσεως και της προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης, για οποιονδήποτε λόγο και κατ’ ανάγκη τις ουσιαστικές αξιώσεις, οι οποίες συνέχονται με αυτό το απαράδεκτο. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει μόνο την πληρωμή της νόμιμης αποζημίωσης ενώ οι σχετικές αξιώσεις, οι οποίες προϋποθέτουν την ακυρότητα, αποσβέννυνται και η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη. Ομοίως, η αξίωση για την πληρωμή (καταβολή) ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης είναι απαράδεκτη, εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι [6] μηνών, η προθεσμία είναι ανατρεπτική [αποσβεστική], έχει ως αφετηρία τον χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας και λαμβάνεται υπόψιν (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Εξειδικεύοντας στις περιπτώσεις κύησης, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/1984, «απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 του π.δ. 176/1997 «προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν.1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων».
Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται αφενός μεν ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφετέρου δε ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της σύμβασης δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος.
*Της Σουζάνας Κλημεντίδη, Δικηγόρου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Το δικαίωμα πρόσβασης του γονέα στα ιατρικά δεδομένα του ανήλικου τέκνου του – Μια περίπτωση παραβίασης Σουζάνα Κλημεντίδη: Το συμφέρον του τέκνου και τα δύσκολα ζητήματα της συνεπιμέλειας Σουζάνα Κλημεντίδη: Ο δανεισμός των εργαζομένων εκθέτει τα δικαιώματά τους; Σουζάνα Κλημεντίδη: Αστική ευθύνη Δήμου εξαιτίας τραυματισμού ατόμου με ειδικές ανάγκες Σουζάνα Κλημεντίδη: Έντιμος βίος ή αλλιώς μια αμφιλεγόμενη ελαφρυντική περίσταση – Τι ισχύειΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr