Σουζάνα Κλημεντίδη: Η ανατροπή της κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 ΚΠολΔ στην ελληνική έννομη τάξη

Ποιες είναι οι ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1019 ΚΠολΔ για την ανατροπή της κατάσχεσης

NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Η ανατροπή της κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 ΚΠολΔ στην ελληνική έννομη τάξη

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος, αφότου επιβλήθηκε, ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία που ορίζουν τα άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ (ασφαλιστικά μέτρα). Δικαιολογητικός σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η αποφυγή της ύπαρξης αδιαφορίας για τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας εκ μέρους του επισπεύδοντος δανειστή, καθώς και η ανάγκη τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη να μην είναι -εν συγκρίσει με τον εύλογο χρόνο περαίωσης της εκτέλεσης- δυσανάλογα χρονικά δεσμευμένα, προκαλώντας έτσι κοινωνικές και ιδίως οικονομικές παρενέργειες. 

Πιο συγκεκριμένα, εάν ο επισπεύδων δανειστής αδρανήσει, η κατάσχεση, ως οιονεί ποινή της αδράνειας του επισπεύδοντος, θα ανατραπεί, και ως εκ τούτου ο ίδιος θα κληθεί να εκκινήσει εκ νέου τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο, εξαιτίας της προηγούμενης καθυστέρησης, ο οφειλέτης να προχωρήσει στην εκποίηση του μέχρι πρότινος κατασχεμένου περιουσιακού του στοιχείου. Η ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδίκαια, αλλά απαιτείται διαπλαστική δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου εκτέλεσης, η οποία εκδίδεται κατόπιν αίτησης αυτού που έχει έννομο συμφέρον, ιδίως δε του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ή τρίτου κυρίου του ενυπόθηκου ακινήτου.

Οι ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1019 ΚΠολΔ για την ανατροπή της κατάσχεσης είναι οι εξής: α) υφιστάμενη κατάσχεση (κινητού ή ακίνητου πράγματος), έγκυρη ή άκυρη, δεδομένου ότι μέχρι να απαγγελθεί η ακυρότητά της από το δικαστήριο παράγει νομικά αποτελέσματα, β) πάροδος του νόμιμου χρόνου ενός έτους από την επιβληθείσα κατάσχεση, εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός και γ) έκδοση δικαστικής (αμετάκλητης) απόφασης που διατάσσει την ανατροπή αυτής το Δικαστήριο κατόπιν έρευνας πλήρωσης των ex lege καθοριζόμενων προϋποθέσεων, και εφόσον διαγνώσει την άπρακτη παρέλευση του νόμιμου χρόνου είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει.

Η απόφαση που διατάσσει την ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης ισχύει για το μέλλον (ex nunc) και συνεπάγεται, απόρροια του διαπλαστικού της χαρακτήρα, την κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας και την ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, σε περίπτωση που διεξαχθεί, πάσχει δικονομικά, εφόσον διεξήχθη σε χρόνο που δεν είχε για θεμέλιο του την κατάσχεση. Βέβαια, καθόσον η ενέργεια των αποτελεσμάτων της ανατροπής ισχύει για το μέλλον, ο πλειστηριασμός ή αναπλειστηριασμός που πραγματοποιείται μετά την ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης δεν είναι αυτοδικαίως (ipso jure) άκυρος, αλλά αναπτύσσει νομικά αποτελέσματα έως ότου προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, το οποίο αποτελεί αποκλειστικό μέσο προσβολής των ακυροτήτων των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το δικαστήριο, εν συνεχεία, γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Οι συνέπειες της ανατροπής της κατάσχεσης επέρχονται έναντι όλων (erga omnes) από και με τη δημοσίευση της οικείας απόφασης, η δε σημείωση στα βιβλία κατασχέσεων σε περίπτωση ανατροπής κατασχέσεως ακινήτου είναι αδιάφορη, με αποτέλεσμα το μέχρι πρότινος κατασχεμένο πράγμα να ελευθερώνεται και ο οφειλέτης πλέον δύναται να προβεί στην εκποίηση αυτού. 

Ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η εμφάνιση «νεκρών» χρονικών διαστημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων εμποδίζεται η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι περιπτώσεις της παρ. 2 συνιστούν εξαιρέσεις του γενικού κανόνα των προθεσμιών της παρ. 1, πλην, όμως, από τη διατύπωση της διάταξης, στην οποία δεν γίνεται χρήση του στερητικού μορίου «μόνο», δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών. Τούτων δοθέντων, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης και όχι σε αδράνεια, για να καλυφθούν τα κενά. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών, τα διαστήματα κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών.

Συμπερασματικά, η ανάγκη επίσπευσης της εκτελεστικής διαδικασίας για λόγους εξασφαλιστικούς προς την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης έχει εμπεδωθεί εδώ και αρκετά χρόνια στη συνείδηση του εθνικού νομοθέτη, οι δε μεταρρυθμιστικές κινήσεις αυτού, προς τον εν λόγω σκοπό, άλλοτε κρίνονται από θεωρία και νομολογία επιτυχημένες και άλλοτε λιγότερο. Η επ’ αόριστον κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη δεν μπορεί να γίνει ανεκτή και ως τέτοια υποδεικνύει στον επισπεύδοντα δανειστή τη διαχρονική αξία του λατινικού ρητού «jus civile vigilantibus scriptum est», ότι δηλαδή το αστικό (δικονομικό) δίκαιο -και εν γένει η νομική επιστήμη θα προσθέταμε εμείς- εξυπηρετούν τους γρηγορούντες.

Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος – Γιώργος Γούλας, Α. Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr