Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Σουζάνα Κλημεντίδη: Η καλόπιστη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας

Η αρχή της αναλογικότητας στο χώρο της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί ένα ισχυρό νομικό έρεισμα για την καλόπιστη διεξαγωγή αυτής και τη μη επιβάρυνση χιλιάδων οφειλετών με έναν τρόπο που προσβάλλει δυσανάλογα τα οικονομικά τους συμφέροντα.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Η καλόπιστη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας

I. Η αρχή της αναλογικότητας ως αίτημα της έννομης τάξης

Η χαρακτηριστική φράση «η αστυνομία δεν πρέπει να βάλλει κατά των σπουργιτιών με κανόνια», που έχει τις ρίζες της στο γαλλικό και γερμανικό δημόσιο δίκαιο, αποτελεί κατά κανόνα, αν όχι την ουσία της αρχής της αναλογικότητας, μια κορυφαία εκδήλωση της αρχής που διατρέχει με τρόπο καθολικό και οριζόντιοτην ελληνική έννομη τάξη.Η καταγωγή της αρχής εντοπίζεται ρητά ήδη από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος. Βέβαια, η αναλογικότητα ως γενική αρχή του δικαίου δέσμευε, πολύ πριν το 2001, την όλη δημόσια δράση, ιδίως δε το σύνολο των κρατικών οργάνων, δηλαδή το νομοθέτη, τον δικαστή και τη διοίκηση. Η συνταγματική πλέον θεμελίωση της εν λόγω αρχής, στον βαθμό που κατατείνει στον καθορισμό του επιτρεπτού ορίου των περιορισμών των κάθε φορά υπό κρίση συνταγματικών και όχι μόνο δικαιωμάτων, ενίσχυσε την πρακτική ότι κρατική εξουσία, νόμος, δικαστική εξουσία και πράξεις της διοίκησης πρέπει να πληρούν τρία περιοριστικά κριτήρια, ακριβέστερα απαιτείται:α) καταλληλόλητα, τουτέστιν προσφορότητα για την πραγμάτωση του κάθε φορά επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαιότητα, ώστε να επέρχεται ο ελάχιστος δυνατός περιορισμός στον θιγόμενο ιδιώτη ή και εν γένει στο κοινωνικό σύνολο και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικότητα, το μέτρο δηλαδή που λαμβάνεται οφείλει να τελεί σε σχέση εσωτερικής αλληλουχίας με τον κάθε φορά επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται δυσανάλογα της επερχόμενης εξαιτίας της λήψης των μέτρων βλάβης (στάθμιση κόστους-οφέλους).

ΙΙ. Το δίπολο της κατάχρησης δικαιώματος στην αναγκαστική εκτέλεση και της αρχής της αναλογικότητας

Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελούσε ανέκαθεν το μαλακό υπογάστριο σε έναν εξαιρετικά διευρυμένο κύκλο οφειλετών, ιδίως σήμερα εξαιτίας της επικίνδυνης και εξαιρετικά ασταθούς οικονομικής συγκυρίας με κύμα πληθωριστικών ανατιμήσεων σε πολλά βασικά καταναλωτικά αγαθά που βιώνει η υφήλιος και η οποία διοχετεύεται στη χώρα μας με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα ένεκα των μικρών οικονομικών της δυνάμεων. Η αναγκαστική εκτέλεση στο μέτρο που αποτελεί τη νομοτελειακή απόληξη των αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, ενεργοποιείται όταν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση που έχει αναλάβει απέναντι στον δανειστή του, και ως εκ τούτου ο θεσμός λειτουργεί δια του εξαναγκασμού θεραπευτικά και κατασταλτικά στην αρχικώς δεσμευτική διάγνωση της αξίωσης του δανειστή.

Η αναγκαστική εκτέλεσηαποτελεί μια δραστική μορφή έννομης προστασίας, η οποία ουκ ολίγες φορές έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι είναι ευεπίφορη σε ασυμμετρίες και αδικίες, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται σημαντικά οι ισορροπίες ανάμεσα στα συμφέροντα του δανειστή και του οφειλέτη.

Μια θεμελιώδους σημασίας για την έννομη τάξη αρχή, η οποία έρχεται να καλύψει χάσματα, κενά και ασυμμετρίες που δημιουργούνται στις σχέσεις των εμπλεκομένων προσώπων στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι εκείνη (η αρχή) της αναλογικότητας. Κορυφαία εκδήλωση της αρχής στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί η αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέσου από τα περισσότερα διαθέσιμα που έχει στην κατοχή του ο δανειστής, επί τη βάσει της οποίας επιτρέπεται να αξιοποιήσει το μέσο εκείνο που τελικώς θα λειτουργήσει με λιγότερο επαχθή τρόπο για τα οικονομικά συμφέροντα του καθ’ ου η εκτέλεση/οφειλέτη. Καίρια σημασία τις φορές που έχουμε μια εν εξελίξει αναγκαστική εκτέλεση διαδραματίζει η τρίτη εκδήλωση της αρχής, ήτοι η strictosensu αναλογικότητα, που μεταφράζεται στη στάθμιση κόστους-οφέλους και ιδίως στην αποφυγή δυσανάλογων ή ασύμμετρων συνεπειών από την επιβολή εκ μέρους του δανειστή μέτρου.

Η αρχή της αναλογικότητας δεν λειτουργεί εν κενώ, αλλά περνάει μέσα από τη θεμελίωση της απαγόρευσης καταχρηστικής επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, που εκφράζεται μέσα από το άρθρο 281 ΑΚ. Η καλή πίστη και η αρχή της αναλογικότητας συμπλέκονται αμφότερες στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνθέτοντας με αδήριτη λογική και νομική αναγκαιότητα το αίτημα για την καλόπιστη διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας μέσα από τις επιμέρους εκφάνσεις της θέτει όρια στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας και συνίσταται στο γεγονός ότι απαγορεύεται η χρήση μέσων εκτέλεσης όταν υπάρχει ακαταλληλότητά των μέσων για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας, ακριβέστερα την συμμόρφωση του οφειλέτη και την ικανοποίηση του δανειστή (αρχή της καταλληλότητας/προσφορότητας), όταν το μέτρο που λαμβάνεται δεν κρίνεται αναγκαίο επειδή υπάρχει άλλο μέσο με ηπιότερα χαρακτηριστικά (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου), καθώς και όταν, υπό το φως της στάθμισης κόστους-οφέλους, το κέρδος που θα κομίσει τελικώς ο δανειστής δεν θα τελεί σε σχέση εσωτερικής αλληλουχίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή το κέρδος του δανειστή θα είναι μικρό και η οικονομική καταστροφή του οφειλέτη μεγάλη (αρχή αναλογικότητας υπό στενή εννοία).

Οι καταχρηστικές συμπεριφορές στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας μπορούν να προσλάβουν αρκετές διαστάσεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν είναι απολύτως διακριτές και άρα «επικοινωνούν». Οι πιο κλασικές όμως ενέργειες που προσιδιάζουν σε καταχρηστική συμπεριφορά κατά την ελληνική θεωρία και νομολογία είναι 1) οι συμπεριφορές που αντίκεινται στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη, 2) αντιφατική συμπεριφορά, 3) αποδυνάμωση του δικαιώματος και 4) κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων.

ΙΙΙ. Παραδειγματικές περιπτώσεις από την ελληνική νομολογία

Τα ελληνικά δικαστήρια σε καθημερινή βάση βρίθουν από περιπτώσεις καταχρηστικών συμπεριφορών στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, και προς τούτο αδιάλειπτος σύμμαχος των δικαστών αποτελούν τα άρθρα 281 ΑΚ και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος.

Μια πρώτη κλασική παραδειγματική περίπτωση σε δικαιοδοτικό επίπεδο απαντάται στο χώρο των τραπεζικών συμβατικών σχέσεων, όπου η άσκηση ενός δικαιώματος, όπως είναι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης, απαγορεύεται κατ’ εφαρμογή των επιταγών του άρθρου 281 ΑΚ, αν υπάρχει προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση από τη μεριά του δανειστή συναντάται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ίδιος με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε το δικαίωμα στο χρόνο που το άσκησε, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την πρόκληση επαχθών και δυσανάλογα εξαντλητικών συνεπειών στον οφειλέτη, με αποτέλεσμα η άσκηση του δικαιώματος να είναι αδικαιολόγητη και καταχρηστική.

Ακολούθως, τονίσαμε ότιη άσκηση των (συναλλακτικών) δικαιωμάτων θα πρέπει να διεξάγεται υπό τους όρους της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Υπό το κράτος της συγκεκριμένης αντίληψης, κάθε φορά που παρουσιάζεται αντικειμενική οικονομική αδυναμία του οφειλέτη να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις στο πλαίσιο μιας πιστωτικής σύμβασης, οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών επιτάσσουν στο εκάστοτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της χρηματικής οφειλής, ιδίως δε τις φορές εκείνες όπου η άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων θα επέφερε με μαθηματική ακρίβεια την ολική οικονομική καταστροφή του οφειλέτη.

Τέλος, την ελληνική νομολογία έχει απασχολήσει αρκετά η περίπτωση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του οφειλέτη με δυσανάλογα μεγαλύτερη αξία από εκείνη που εν τοις πράγμασι απαιτείται, προκειμένου ο δανειστής να ικανοποιήσει τις ουσιαστικού δικαίου αξιώσεις του. Η συλλογιστική πορεία των δικαιοδοτικών κρίσεων κινείται επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας, ιδίως δε από την κρίση ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η άσκηση ενός δικαιώματος που μεταφράζεται σε μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας, την στιγμή που το κόστος θυσίας που θα υποστεί ο οφειλέτης υπερβαίνει κατά τρόπο πρόδηλο τα όρια που μπορούμε να αξιώσουμε για αυτή την θυσία. Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό ότι η αναγκαστική εκτέλεση που επιβλήθηκε σε ακίνητο αξίας 206.600 ευρώ για απαίτηση που ανέρχεται στο ποσό των 63.502 ευρώ προσκρούει στο άρθρο 281 ΑΚ, καθώς και στις ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της αναλογικότητας. Μάλιστα, παρόμοια συλλογιστική πορεία έχει προκριθεί και σε πραγματικά περιστατικά με κατά τι διαφοροποιημένο χαρακτήρα, όταν δηλαδή αξιοποιούνται οι δικονομικές διατάξεις για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως ο δανειστής επιχειρεί να ικανοποιήσει μέρος μόνο της απαίτησής του τη στιγμή που η κατασχεθείσα ακίνητη περιουσία αποτελεί την κύρια κατοικία των οφειλετών, στην οποία διαμένουν και τα ανήλικα τέκνα τους.

IV. Συμπερασματικά

Η αρχή της αναλογικότητας στο χώρο της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί ένα ισχυρό νομικό έρεισμα για την καλόπιστη διεξαγωγή αυτής και τη μη επιβάρυνση χιλιάδων οφειλετών με έναν τρόπο που προσβάλλει δυσανάλογα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η θεμελιώδους σημασίας αρχή δεν έρχεται να θέσει προσκόμματα στις νόμιμες αξιώσεις των δανειστών, παρά μόνο θέτει ένα δίκαιο πλαίσιο για την ικανοποίηση των κάθε φορά υπό κρίση επίδικων αξιώσεων. Υπό το κράτος των σημερινών δυσχερών εξελίξεων για πολλούς υπερχρεωμένουςοφειλέτες, η συγκεκριμένη αρχή, στον ικανοποιητικό βαθμό που εξαλείφει ασσυμετρίες, χάσματα και αδικίες, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία.

*Το άρθρο συνυπογράφουν οι: Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος & Γιώργος Γούλας, Ασκούμενος Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr