Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Σουζάνα Κλημεντίδη: Η προστασία της κύριας κατοικίας και οι καταχρηστικές συμπεριφορές

Υπό ποια βασική προϋπόθεση τα δικαστήρια σήμερα αποφαίνονται υπέρ της προστασίας της κύριας κατοικίας;

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σουζάνα Κλημεντίδη: Η προστασία της κύριας κατοικίας και οι καταχρηστικές συμπεριφορές dikastiko.gr

Οι πλειστηριασμοί σε βάρος της κύριας κατοικίας καθότι συνθέτουν ένα φαινόμενο που απειλεί σοβαρά την κοινωνική συνοχή επανέρχονται διαρκώς στη σφαίρα του πολιτικού και εκ νέου -όπως δείχνουν τα πράγματα- προεκλογικού διαλόγου, εκκινώντας τη συζήτηση από το ισχυρό πλέγμα προστασίας που πράγματι προσέφερε ο ν. 3869/2010, γνωστός ως νόμος Κατσέλη, έως τις επίμονες και επίπονες προσπάθειες των οφειλετών για την επιτυχή έκβαση των διμερών διαπραγματεύσεων ή την εξασφάλιση προστασίας μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών. Εντούτοις, στο μέτρο που η προστασία της κύριας κατοικίας δεν γνωρίζει πλέον τη νομοθετική κάλυψη που είχε τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του ν.3869/2010 και ενόψει του γεγονότος ότι πολλές διμερείς διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση των οφειλών ναυαγούν, υπό ποια βασική προϋπόθεση τα δικαστήρια σήμερα αποφαίνονται υπέρ της προστασίας της κύριας κατοικίας;

Πρώτα απ’ όλα πέραν της εκ του νόμου προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η αναγκαστική κατάσχεση προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της καταχρηστικότητας ιδίως όταν το κατασχεθέν ακίνητο έχει αξία δυσαναλόγως υψηλότερη από το ύψος της απαίτησης του επισπεύδοντος, και μάλιστα όταν το κατασχεθέν ακίνητο, εν γνώσει του κατασχόντος, συνιστά την κύρια κατοικία αυτού, τουτέστιν θεμελιώδες περιουσιακό στοιχείο για την επιβίωσή του. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων του δανειστή με τα μέσα που προσφέρουν οι μηχανισμοί αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου με αποτέλεσμα θεμελιωτικό στοιχείο της κατ’ άρθρο ανακοπής 933 ΚΠολΔ να αποτελεί η προφανής αντίθετη της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Έτσι λοιπόν, ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη μπορεί να εμφανιστεί υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος συντελείται από κακόβουλα κίνητρα, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Προς τούτο και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ που αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας και ως τέτοια κατατείνει στη μη δημιουργία προϋποθέσεων για την υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που τελούν σε σχέση δυσαναλογίας με την απαίτηση, ενυπάρχει ουσιώδης περιορισμός από τον κίνδυνο κατάσχεσης και κατ’ επέκταση του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσότερων από εκείνα που πράγματι απαιτούνται για την ικανοποίηση των ουσιαστικών αξιώσεων των δανειστών, μέσω της απειλής ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντος ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητας του καθ’ ου, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος. Είναι πάγια νομολογιακή θέση ότι, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, όπως και όταν οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια και, δη, όταν εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για το συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ, ταυτόχρονα, το ποσό της απαίτησης που εκτελείται είναι ελάχιστο σε σχέση με τη δυσανάλογα μεγάλη αξία του κατασχεθέντος και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται.

Η παραπάνω συλλογιστική, η οποία ευλόγως συνηγορεί υπέρ της προστασίας της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων δανειοληπτών, υιοθετήθηκε σε λίαν προσφάτως εκδοθείσα δικαστική απόφαση (ΜΠρΓυθ 34/2023) κατά την οποία επικυρώθηκε η σκέψη ότι η επίσπευση της ένδικης κατάσχεσης και του επικείμενου πλειστηριασμού ακυρώνει τις αρχές και τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι η καθ’ ης η ανακοπή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση προκρίνοντας μέσα δυσανάλογα προς την ωφέλεια από την είσπραξη της οφειλής, και τούτο διότι επέλεξε να κατασχέσει, για οφειλή ποσού ύψους 50.000 ευρώ, το επίμαχο ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία του δανειστή, εμπορικής αξίας δυσανάλογα μεγάλης, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 300.000 ευρώ, ενώ θα μπορούσε να επιλέξει το ηπιότερο μέσο του διακανονισμού της οφειλής με τον δανειστή, ρυθμίζοντας με βιώσιμο τρόπο την καταβολή της οφειλής με δόσεις.

*Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr