Τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στον εθελοντισμό και την εξαρτημένη εργασία
Η ανάγκη για σαφή καθορισμό των όρων και της βούλησης των μερών καθίσταται επιτακτική για την αποφυγή παρανοήσεων και για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων, ανεξάρτητα από το αν αυτοί είναι εθελοντές ή εργαζόμενοι.

Παραδοσιακά εγείρεται το ζήτημα της διάκρισης της εθελοντικής δράσης και της παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθώς συχνά τα όρια ανάμεσα στις δύο έννοιες είναι δυσδιάκριτα, πόσο μάλλον όταν φιλανθρωπικές οργανώσεις απασχολούν, πέραν των εθελοντών, και τακτικούς εργαζομένους.
Εθελοντική εργασία είναι εκείνη κατά την οποία το άτομο προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά την ελεύθερη βούλησή του για φιλανθρωπικούς, ιδεολογικούς ή άλλους λόγους και χωρίς να αποβλέπει στην καταβολή μισθού. Τέτοια δε εργασία και προσφυγή στο θεσμό του εθελοντισμού και στην εγρήγορση των πολιτών απαντάται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), αλλά και σε άλλους οργανισμούς, ιδίως σε περιβαλλοντικές, ζωοφιλικές, φιλανθρωπικές, πολιτικές οργανώσεις ή σε οργανώσεις υπεράσπισης κάποιων δικαιωμάτων εν γένει ή των δικαιωμάτων ορισμένων ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.
Από την άλλη, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος, ο οποίος παρέχει την εργασία του με μισθό –ο τρόπος καταβολής του οποίου δεν επηρεάζει το χαρακτήρα της συμβάσεως– υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίνοντας δεσμευτικές οδηγίες ως προς την εκτέλεση και την οργάνωσή της, και να καθορίζει αυτός τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας άσχετα αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον αυτό δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να καταλύεται η υποχρέωση υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας, αντιστοίχως, ελεύθερης υπηρεσιακής δράσης, απαλλαγμένης από τον έλεγχο του τελευταίου.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον εθελοντισμό και την εξαρτημένη εργασία δεν είναι άλλη παρά ο σκοπός της δραστηριοποίησης και η βούληση των μερών. Έτσι, για την αξιολόγηση της νομικής φύσης της απασχόλησης, η οποία (αξιολόγηση) απόκειται αποκλειστικά στο δικαστήριο, το οποίο ουδόλως δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν τα μέρη, το κρίσιμο στοιχείο είναι η «πραγματική φύση» της σύμβασης και οι πραγματικές συνθήκες παροχής εργασίας. Ειδικότερα, όταν η βούληση των μερών ήταν η παροχή εργασίας έναντι καταβολής μισθού, πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Όταν, όμως, ο σκοπός είναι ο εθελοντισμός, δηλαδή η άνευ οικονομικού ανταλλάγματος παροχή υπηρεσιών υπαγορευόμενη από αλτρουιστικά και ιδεολογικά κίνητρα, τότε δεν εφαρμόζεται το εργατικό δίκαιο. Ιδιαίτερη δε σημασία δίνεται στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε περίπτωσης, οπότε εξετάζεται, μεταξύ άλλων, το είδος των οδηγιών που δίνονται από τους εκπροσώπους της οργάνωσης ή του ιδρύματος, η ένταση της εποπτείας, η δεσμευτικότητα του παρέχοντος εργασία, όπως και το είδος των υποχρεώσεων του προσώπου που παρέχει τις εργασίες. Δεν αποκλείεται έτσι ο αναχαρακτηρισμός από το δικαστήριο μιας σύμβασης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όταν κριθεί ότι αυτός ήταν ο αληθής χαρακτήρας που υποκρυπτόταν της εθελοντικής δράσης.
Εν ολίγοις, καίτοι ο εθελοντισμός αποτελεί έναν πυλώνα κοινωνικής αλληλεγγύης και αλτρουισμού, συνιστά ταυτόχρονα και ένα ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης νομικής προσοχής. Η διάκριση μεταξύ εθελοντικής και εξαρτημένης εργασίας δεν είναι πάντοτε αυτονόητη, ιδιαίτερα όταν οι οργανώσεις συνδυάζουν εθελοντές και μισθωτούς εργαζόμενους. Η σωστή νομική εκτίμηση της φύσης της σύμβασης είναι κρίσιμη για την ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, καθώς μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εργαζομένων, αλλά και την ίδια την εσωτερική λειτουργία των οργανώσεων. Η ανάγκη για σαφή καθορισμό των όρων και της βούλησης των μερών καθίσταται επιτακτική για την αποφυγή παρανοήσεων και για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων, ανεξάρτητα από το αν αυτοί είναι εθελοντές ή εργαζόμενοι.
ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πώς αμείβονται οι εργαζόμενοι την Καθαρά Δευτέρα; Κώστας Κοσμάτος: Η αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων των ανηλίκων και η τροποποίηση του άρθρου 124 ΠΚ με τον Ν. 5172/2025 Σουζάνα Κλημεντίδη: Ανατροπή απόφασης για γονική μέριμνα λόγω αλλαγής συνθηκών: Η εφαρμογή του άρθρου 1536 ΑΚ Γιάννης Καρούζος: Σεισμός και άλλα ακραία φαινόμενα – Πώς επηρεάζονται οι εργασιακές σχέσεις; Μαριάννα Καρούζου: Πώς επηρεάζεται η σύνταξη Δημοσίου Υπαλλήλου όταν ακυρωθεί δικαστικά η επιλογή του σε θέση προϊσταμένου;Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr