Το αδιέξοδο των δικαστηρίων να προβούν σε αναχαρακτηρισμό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου
Θεμελιώδες δόγμα του δικαίου των συμβάσεων εν γένει, το οποίο βρίσκει εφαρμογή και στο εργατικό δίκαιο είναι η αρχή πως ο συμβατικός χαρακτηρισμός των μερών είναι άνευ αξίας όταν η έννομη σχέση άγεται προς αξιολόγηση από το δικαστήριο.
Πράγματι, εάν επιτρεπόταν στα μέρη να χαρακτηρίσουν κατά βούληση, για παράδειγμα τη συμβατική σχέση εργασίας ως εξαρτημένη ή ως ανεξάρτητη, θα ανοίγαμε την πύλη διαφυγής από το πεδίο του εργατικού δικαίου και από την προστατευτική λειτουργία του.
Είναι πλείστες οι φορές που οδηγούνται στα ελληνικά δικαστήρια υποθέσεις εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου με τον ισχυρισμό ότι η επιλογή του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου αποτέλεσε κατάχρηση του διαπραγματευτικού πλεονεκτήματος εκ μέρους του εργοδότη, χωρίς να δικαιολογείται από κάποιο βάσιμο, αντικειμενικό λόγο. Πάγιο αίτημα των εργαζομένων σε αυτή την περίπτωση είναι η αναγνώριση από τα δικαστήρια του αληθούς χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Τέτοιου είδους υποθέσεις φτάνουν συνήθως στα δικαστήρια όταν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου λήξουν. Και αυτό διότι ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει μεγάλη σημασία, όσον αφορά τον τρόπο λύσης της. Εάν τα μέρη δεν έχουν θέσει (ρητά ή σιωπηρά) στη σύμβαση χρονικό περιορισμό, εάν δηλαδή ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί για αόριστο χρόνο, η καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) υπόκειται σε περιορισμούς και διατυπώσεις, οι οποίες δεν ισχύουν όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο, οπότε η σύμβαση λύνεται αυτοδικαίως, χωρίς να είναι αναγκαία, αλλά ούτε και δυνατή μια καταγγελία, και χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή οι περί καταγγελίας διατάξεις, που αφορούν στην καταβολή αποζημίωσης απόλυσης.
Όμως, ο νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σύμβασης (ή σχέσης) ως σύμβασης εργασίας, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ή ως σύμβασης έργου δεν εξαρτάται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο (Α.Ε.Δ. 3/2001, Ολ. Α.Π. 6/2001) το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση. Ωστόσο, τα δικαστήρια φαίνονται πιο διστακτικά να προβούν σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο παρά όταν είναι κάποιος φορέας του ιδιωτικού τομέα.
Συγκεκριμένα, όταν ζητείται η αναγνώριση του αληθούς χαρακτήρα της σύμβασης του εργαζομένου με φορέα του ιδιωτικού τομέα, τα δικαστήρια με σχετική ευκολία αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα της σύμβασης ως αορίστου χρόνου, με την αιτιολογία ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας και ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον όρο που αφορά στον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή νόμιμης αποζημίωσης. Ρητά αναφέρονται δε στην προσχηματική χρησιμοποίηση από τον εργοδότη της κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο εργαζόμενος δεν κάλυπτε πρόσκαιρες ανάγκες του, αλλά αντίθετα πάγιες και διαρκείς. Τα ανωτέρω ισχύουν δε όχι μόνο για την περίπτωση των αλυσιδωτών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση στην οποία διαπιστώνονται συχνά καταχρήσεις, αλλά και για την πρώτη, δηλαδή ακόμη και τη μοναδική, σύμβαση, στο βαθμό βεβαίως που δεν προκύπτει κάποιος βάσιμος λόγος.
Αντιθέτως, όταν στρέφεται ο εργαζόμενος κατά του εργοδότη Δημοσίου, τότε τα δικαστήρια συνήθως εμμένουν στις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, στις οποίες δίνουν την έννοια του απόλυτου κωλύματος μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Λησμονούν, ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, ότι δεν πρόκειται για «μετατροπή» της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου, αλλά για εφαρμογή της δυνατότητας, εκ μέρους του δικαστηρίου, του ορθού νομικού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Έτσι, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα το δικαστήριο να προβαίνει σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, χωρίς αυτή η δυνατότητα να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου. Άλλωστε, και η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, αφορά κατά ρητή διατύπωση του Συντάγματος στο προσωπικό που προσλαμβάνεται για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών του Δημοσίου. Επομένως, προσωπικό που προσλαμβάνεται μεν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, αλλά ουδέποτε για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, και στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, δεν μπορεί κατ’ ορθή ερμηνεία του Συντάγματος να υπαχθεί σε αυτή την απαγόρευση «μετατροπής» των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Μένει τα δικαστήρια να εφαρμόσουν στην πράξη αυτή τη δυνατότητα που τους δίνεται.
*Του Θεοχάρη Κορέση, Νομικού Συνεργάτη της Δικηγορικής εταιρείας Γ. Καρούζος και Συνεργάτες
ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Συκοφαντική δυσφήμιση και δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση – Η περίπτωση των μέσων ενημέρωσης Ηλίας Σιδέρης: Διαμεσολάβηση, μια αχρείαστη διαδικασία Γιάννης Καρούζος: Το φαινόμενο φάντασμα στην ανεύρεση εργασίας Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη όταν ο εργαζόμενος συνταξιοδοτείται Σουζάνα Κλημεντίδη: Η περίπτωση του επιτοκίου καταβολής των δόσεων στο νόμο ΚατσέληΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr