Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα: Επιδόματα εορτών και αδείας στο Δημόσιο – Κοινωνικές και Νομικές Προεκτάσεις μια ιστορικής εργασιακής κατάκτησης

Οι δικαστικές ενώσεις, μαζί με συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς φορείς του δημοσίου, ενώνουν τις φωνές τους για τη δυναμική διεκδίκηση των εν λόγω κατακτήσεων που διασφαλίζουν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων και την κοινωνική δικαιοσύνη.

NEWSROOM
Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα: Επιδόματα εορτών και αδείας στο Δημόσιο – Κοινωνικές και Νομικές Προεκτάσεις μια ιστορικής εργασιακής κατάκτησης

Τα επιδόματα εορτών, γνωστά ως «Δώρο Χριστουγέννων» και «Δώρο Πάσχα», μαζί με το επίδομα αδείας, καταβάλλονταν σταθερά μέχρι το 2012 ως αναπόσπαστο κομμάτι των συνολικών αποδοχών των εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και δεν συνιστούν φιλοδώρημα, αλλά δικαίωμα που απορρέει από την εργασία τους.

Η ιστορία αυτών των παροχών χρονολογείται από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το 1822 ο Κωνσταντίνος Τόμπρας, εκπρόσωπος των τυπογράφων, ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών χρηματική ενίσχυση για τις ανάγκες του Πάσχα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «έφθασαν αι του Πάσχα εορτάσιμαι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι». Το δώρο συνιστούσε μια συμπλήρωση του μισθού για να καλυφθούν αυξημένες εποχικές ανάγκες των εργαζομένων, όπως η αγορά τροφίμων, ρουχισμού και καυσίμων.

Τον Δεκέμβριο του 1925, για πρώτη φορά οι συνδικαλιστές διατύπωσαν το αίτημα για 13ο μισθό, ενώ δύο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2027 οι δημόσιοι υπάλληλοι απήργησαν με αίτημα την καταβολή ενός ολόκληρου μισθού για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Οι παροχές επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα χορηγήθηκαν αρχικά στον ιδιωτικό τομέα από τους εργοδότες, οικειοθελώς και ως έθιμο σε είδος ή σε χρήμα, στη συνέχεια με επαναλαμβανόμενες, κατ’ έτος υπουργικές αποφάσεις και μετά το ν.δ. 3239/1955 με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις. Στο Δημόσιο τα επιδόματα εορτών αναγνωρίστηκαν υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων με τον α.ν. 1502/1950, ενώ με το ν. 1811/1951 καθιερώθηκε και το επίδομα αδείας. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέλαβε και το ν.δ. 4549/1966, ο Υπαλληλικός Κώδικας και οι ν. 1505/1984, 2470/1997 και 3205/2003.

Με την έναρξη των μνημονιακών περικοπών δημοσιεύθηκε ο ν. 3833/2010, με διατάξεις του οποίου (άρθρα 1 παρ. 2 και 9, 2 παρ. 1 και 20 παρ. 1) επιβλήθηκε αναδρομική μείωση των επιδομάτων εορτών και αδείας κατά 30% για τους υπηρετούντες, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ακολούθως, με διατάξεις του άρθρου τρίτου ν. 3845/2010 αποσυνδέθηκε το ύψος των επιδομάτων εορτών και αδείας από το βασικό μισθό, προβλέφθηκε για καθένα από τα επιδόματα αυτά ένα πάγιο και εκ των προτέρων καθορισμένο ποσό (500 ευρώ για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων και από 250 ευρώ για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και αδείας αντίστοιχα), ενώ θεσπίστηκε μέγιστο όριο συνολικών αποδοχών για την επιτρεπτή καταβολή τους. Τέλος, με την περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο.

Με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς δικαιολογείται για λόγους δημοσίους συμφέροντος και συγκεκριμένα τη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και μείωσης των δημοσίων δαπανών της χώρας και την εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι οι ανωτέρω περικοπές δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ούτε στην Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου ότι οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμα και μετά την κατάργηση των επιδομάτων αυτών εξασφάλιζαν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας, όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αναβίβασε τη δημοσιονομική σταθερότητα σε εξωνομικό παράγοντα, προς τον οποίο οφείλεται πιστή συμμόρφωση και σεβασμός από τα δικαστήρια. Δεδομένου όμως ότι η χώρα έχει εισέλθει από καιρό στη «μεταμνημονιακή εποχή», μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι η διατήρηση της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας και η συνεχιζόμενη παράλειψη επαναφοράς τους στερείται πλέον δικαιολογητικής βάσης. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βίωσαν παρόμοιες οικονομικές κρίσεις, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, τα επιδόματα επανήλθαν μετά την ανάκαμψη.

Η άρνηση της κυβέρνησης να αποκαταστήσει την ιστορική αυτή κατάκτηση των εργαζομένων δεν φαίνεται να έχει δημοσιονομικό έρεισμα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση κατά 2% το έτος 2023, ενώ οι χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα της Ελληνικής οικονομίας, εκτιμώντας τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,1-2,3% την τριετία 2024-2026 σε σχέση με μόλις 0,8%-1,6% στην Ευρωζώνη. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα βρισκόταν στην τρίτη θέση από το τέλος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός καλπάζει και οι ανατιμήσεις στα προϊόντα πρώτης ανάγκης, το κόστος στέγασης, το ρεύμα και τα καύσιμα έχουν αγγίξει πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, η επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας θα μπορούσε να συμβάλει στην κάλυψη των βασικών αναγκών και την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν υποστεί διαδοχικές μειώσεις στους μισθούς τους την τελευταία δεκαετία. Επίσης, τα επιδόματα εορτών ενθαρρύνουν την κατανάλωση κατά τις εορταστικές περιόδους, ενισχύοντας έτσι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που στηρίζονται σε αυτές τις περιόδους για σημαντικό μέρος του τζίρου τους. Εξάλλου, στον ιδιωτικό τομέα ο 13ος και 14ος μισθός εξακολουθούν να καταβάλλονται και να διατηρούν τη σημασία τους ως θεμελιώδες στοιχείο της μισθολογικής πολιτικής, δημιουργώντας ένα αίσθημα αδικίας στους εργαζόμενους του δημοσίου. Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες από το 2025 ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα εξισώνεται με τον κατώτατο στο δημόσιο προκαλούν αρνητική εντύπωση, στο βαθμό που δεν λαμβάνουν υπόψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν δυο μισθούς λιγότερους.

Οι νομικές πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί από δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους τονίζουν την επιτακτική ανάγκη για την μισθολογική αποκατάσταση των δικαιωμάτων των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, δικαστικοί λειτουργοί έχουν ήδη ασκήσει αγωγές κατά του Δημοσίου, υποστηρίζοντας ότι η περικοπή των ως άνω επιδομάτων για τους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα παραβιάζει τα άρθρα 2, 5, 21 και 25 του Συντάγματος, καθώς και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Παράλληλα, η ΑΔΕΔΥ πρόσφατα ζήτησε από το Συμβούλιο της Επικρατείας τη διεξαγωγή πρότυπης δίκης για να κριθεί η συνταγματικότητα της διατήρησης της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο που έλαβε χώρα με τον ν. 4093/2012.

Όπως έγινε δεκτό και από τη μειοψηφία των 1307-1316/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012, ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία πάντως ήταν ιδιαίτερα επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται για παροχές, οι οποίες όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση (από το 1950-1051 και εφεξής) συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5 παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο για το λόγο ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών.

Στη σημερινή συγκυρία, πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση  των ως άνω αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η νομική διεκδίκηση του δίκαιου αιτήματος της επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού εδράζεται σε νέα επιχειρήματα. Ειδικότερα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μακροχρόνια, αδιάλειπτη και αναγνωρισμένη από το νομοθέτη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης ενός υφιστάμενου σχετικού κοινωνικού δικαιώματος και κατ’ επέκταση ενός κοινωνικού κεκτημένου των δημοσίων υπαλλήλων επί των εν λόγω παροχών, τις οποίες ο κοινός νομοθέτης δεν έχει την ευχέρεια να καταργήσει πλήρως ούτε να περιορίσει αυθαίρετα. Επιπλέον, ο περιορισμός ενός δικαιώματος οφείλει εκτός από ποσοτικός, οφείλει να είναι και χρονικός προκειμένου να κριθεί συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την απόφαση Savickas κατά Λιθουανίας (αρ. 66365/2009) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα δημοσιονομικά- διαρθρωτικά μέτρα που επιβάλλονται για την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης οφείλουν να είναι προσωρινά και να διαρκούν όσο και η τελευταία. Σήμερα που η χώρα διανύει το δωδέκατο έτος από τη λήψη μέτρων αυτών, ο σκοπός διάσωσής της από μια άτακτη χρεοκοπία δεν εμφανίζεται πλέον με την ίδια επιτακτική ανάγκη. Ως εκ τούτου, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η πλήρης κατάργηση της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας και ιδίως η διατήρησή της κατά τα τελευταία έτη έως και σήμερα αντίκειται και στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, οι παροχές αυτές συνδέονταν από τη φύση τους και εν όψει του νομοθετικού λόγου της θέσπισής τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών. Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης των επίμαχων επιδομάτων είναι κοινός για το σύνολο των εργαζομένων αδιακρίτως του δεσμού απασχόλησής τους, η κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς, σε συνδυασμό με τη διαρκή παράλληλη μείωση των αποδοχών τους, τη στιγμή οι εν λόγω παροχές συνεχίζουν να χορηγούνται αδιαλείπτως στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας.  Άλλωστε, σύμφωνα με την αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης να κατανέμεται και να διατηρείται για μακρό χρονικό διάστημα σε βάρος συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, όπως είναι οι μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο, διακυβεύοντας το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής τους, εν όψει μάλιστα της ραγδαίας ακρίβειας που πλήττει τη χώρα μας.

Μια εργασιακή κατάκτηση που ιστορεί περί τους δυο αιώνες και η οποία αποσκοπούσε στην ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών των εργαζομένων δεν μπορεί να θεωρείται οριστικά απολεσθείσα.  Η αποκατάσταση των εν λόγω παροχών θα ενισχύσει την κατανάλωση και την κοινωνική συνοχή, ενώ παράλληλα θα συμβάλει στη δημιουργία ενός πιο δίκαιου εργασιακού περιβάλλοντος, αποκαθιστώντας την ισότητα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Οι δικαστικές ενώσεις, μαζί με συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς φορείς του δημοσίου, ενώνουν τις φωνές τους για τη δυναμική διεκδίκηση των εν λόγω κατακτήσεων που διασφαλίζουν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων και την κοινωνική δικαιοσύνη.  Ο αγώνας μας θα δικαιωθεί.

*Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα, Εφέτης Δ.Δ., μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

*Η εν λόγω ομιλία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της από 16.1.2025 εκδήλωσης της ΑΔΕΔΥ για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού. 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr