Βασίλης Αποστολόπουλος: Ο Αποζημιωτικός Χαρακτήρας των Συμβολαίων Θαλάσσιας Ασφάλισης και η Νομική Φύση του Πλοίου

Η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ως ενοχική σύμβαση πραγματοποιείται με ανταλλαγή παροχών, υποχρεώνοντας τα συμβαλλόμενα μέρη σε παροχή και αντιπαροχή.

NEWSROOM
Βασίλης Αποστολόπουλος: Ο Αποζημιωτικός Χαρακτήρας των Συμβολαίων Θαλάσσιας Ασφάλισης και η Νομική Φύση του Πλοίου

Η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα είδη συμβάσεων. Ειδικότερα, η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια εμπορική αμφοτεροβαρής ( εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών) ενοχική (ο ασφαλιστής ενέχεται για τις απώλειες και τις ζημίες που προκαλούνται από οποιοδήποτε θαλάσσιο γεγονός που συμβαίνει κατά τον πλου) διαρκής σύμβαση (συμβάσεις που καταρτίζονται με σκοπό να διαρκέσουν, εφόσον η διάρκεια της σύμβασης, δηλ. το χρονικό διάστημα ισχύος της συμφωνείται κατά τη σύναψη αυτής) μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου.

Η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ως ενοχική σύμβαση πραγματοποιείται με ανταλλαγή παροχών, υποχρεώνοντας τα συμβαλλόμενα μέρη σε παροχή και αντιπαροχή. Η παροχή είναι το ασφάλισμα, δηλ. η αποζημίωση (ή παροχή) που υποχρεούται να καταβάλει ο ασφαλιστής, έναντι του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου, στον ασφαλισμένο σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου ή των κινδύνων που συμφωνήθηκαν (το είδος της παροχής προσδιορίζεται από τον τύπο της σύμβασης). 

Σε αυτό το πλαίσιο, με τον όρο θαλάσσια ασφάλιση εννοούμε την υποχρέωση του ασφαλιστή, έναντι ασφαλίστρου, δηλαδή του τιμήματος που πρέπει να καταβάλλεται από πριν έναντι των ανειλημμένων ναυτικών κινδύνων, σε αποζημίωση του ασφαλιζομένου για πιθανές ναυτικές απώλειες ή ζημίες εξαιτίας τυχαίων γεγονότων που λαμβάνουν χώρα και είναι εγγενείς σε μια ναυτική περιπέτεια. Ως ναυτική περιπέτεια ορίζεται η έκθεση του πλοίου, μαζί τα κινούμενα ή μη περιουσιακά στοιχεία του πλοίου, όπως το φορτίο που βρίσκεται επί του πλοίου και μεταφέρεται με αυτό, ο ναύλος και οποιοδήποτε άλλο κέρδος του ασφαλιζόμενου από το πλοίο που εκτίθεται σε θαλάσσιους/ναυτικούς κινδύνους.

Από την άλλη πλευρά, αντιπαροχή είναι η υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου, δηλ. του ασφαλιζομένου στην καταβολή του προσυμφωνημένου αντίτιμου στον ασφαλιστή, δηλαδή το προαναφερθέν ασφάλιστρο έναντι των ασφαλιζόμενων/ανειλημμένων κινδύνων. 

Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι, η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια εμπορική και με αποζημιωτικό χαρακτήρα σύμβαση, αφού στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή της αποζημίωσης που αποσκοπεί στην ουσιαστική αποκατάσταση και την επαναφορά του ασφαλιζόμενου στην ίδια θέση και την ίδια οικονομική κατάσταση που ήταν πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος/ναυτικής απώλειας/ναυτικού κινδύνου.

Ωστόσο, στην περίπτωση που υπάρξουν απώλειες ή ζημίες, ο ασφαλιστής ευθύνεται μέχρι το ύψος της πραγματικής ζημίας, δηλαδή αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μόνο για το βαθμό και το μέγεθος της πραγματικής ζημίας με βάση τους συμφωνηθέντες όρους στο συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης. 

Από τα παραπάνω συνάγεται πως η δυνατότητα αποζημίωσης και αποκατάστασης του ασφαλιζομένου από τη σύναψη συμβολαίου θαλάσσιας ασφάλισης προϋποθέτει την ύπαρξη ασφαλίσιμου/ασφαλιστέου ενδιαφέροντος/συμφέροντος στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο, τη στιγμή της απώλειας ή της ζημίας που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Αναφορικά με την ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία που ακολουθείται σε όλα τα συμβόλαια από τη στιγμή της αποδοχής μιας προσφοράς, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια παράγουν έννομες συνέπειες από την στιγμή που η μια πλευρά αποδέχεται την προσφορά της άλλης πλευράς για τη σύναψη συμβολαίου θαλάσσιας ασφάλισης.

Σε ό,τι αφορά τη νομική φύση του πλοίου ως ασφαλιζόμενο αντικείμενο, αποτελεί μια σύνθετη αυτοκινούμενη κατασκευή σχεδιασμένη να κινείται αυτόνομα και με ασφάλεια στη θάλασσα. Το συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης ασφαλίζει το πλοίο μαζί με όλα τα εξαρτήματά του, τα οποία δεν υπόκεινται σε διαφορετική εμπράγματη δικαιοπραξία, αλλά αντίθετα συντελούν, συμβάλουν και είναι απαραίτητα στην ομαλή λειτουργία του. Τέτοια εξαρτήματα συνίστανται στα συστατικά του πλοίου που, κατά τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικά, είναι απαραίτητα για την ικανότητα πλεύσης του πλοίου, όπως οι μηχανές, το πηδάλιο, οι λέβητες και άλλα. Συνεπώς, τα συστατικά αποτελούν εξαρτήματα που είναι απαραίτητα και αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα του υπό ασφάλιση πλοίου και δε δύνανται να αποχωριστούν από αυτό χωρίς να προκαλέσουν αλλοίωση ή βλάβη της ουσίας ή του πραγματικού σκοπού για τον οποίο προορίζονται τόσο για το πλοίο, όσο και για τα ίδια τα συστατικά. 

Οι δε έννομες σχέσεις που αφορούν το πλοίο, συμπεριλαμβανομένης και της ασφάλισής του, καλύπτουν όλα τα εξαρτήματα του, έστω και αν αυτά δεν αναγράφονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η επέκταση των παραπάνω έννομων σχέσεων που αφορούν στο ασφαλιζόμενο πλοίο περιλαμβάνει και τα παραρτήματα, τα οποία κατά τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, θεωρούνται αυτοτελή εξαρτήματα, και εξυπηρετούν το συνεχή οικονομικό σκοπό του ασφαλιζόμενου πλοίου, όπως οι βάρκες, τα σωσίβια, τα έπιπλα, τα βαρέλια του νερού, οι βάρκες, τα ναυτιλιακά έγγραφα, ο ασύρματος, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αλίευση, καθώς και άλλα εργαλεία όπως οι πυξίδες κλπ. Συνεπώς, δεν υπάγονται σε κάποια διαφορετική από το ασφαλιζόμενο πλοίο εμπράγματη δικαιοπραξία και εξ αυτού του λόγου το πλοίο ασφαλίζεται μαζί με αυτά.

Από τον Βασίλη Αποστολόπουλο, Δικηγόρο, (LL.M.)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr