Οι εισαγγελείς της χώρας ζητούν συνταγματική πρόβλεψη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να προέρχεται (μόνο) από τον Εισαγγελικό κλάδο

Ζητούν ουσιαστικά να απαλειφθεί η δυνατότητα να επιλέγεται και από την “καθήμενη” Δικαιοσύνη , δηλαδή τους αντιπρόεδρους ΑΠ και τους αρεοπαγίτες – Απολύτως θετική γνώμη για την νέα ρύθμιση που δίνει δικαίωμα γνώμης στις Ολομέλειες των δικαστηρίων για την επιλογή της ηγεσίας τους

NEWSROOM
Οι εισαγγελείς της χώρας ζητούν συνταγματική πρόβλεψη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να προέρχεται (μόνο) από τον Εισαγγελικό κλάδο

Να κατοχυρωθεί συνταγματικά το πάγιο αίτημα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας για την κατάληψη της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από κάποιον από τους Αντεισαγγελείς του Ανωτάτου Ακυρωτικού, ζητούν μετ’ επιτάσεως οι εισαγγελείς της χώρας, μεταβάλλοντας την συγκεκριμένη θέση σε (εκ των) κεντρικών ζητημάτων της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τις θέσεις που ανέπτυξε η Ένωση στην ακρόαση των φορέων στην επιτροπή της Βουλής, όπου συζητήθηκε το νομοσχέδιο για το ενέχυρο και η διάταξη με την οποία προβλέπεται έκφραση γνώμης από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων για την ανάδειξη των ηγεσιών τους. Παρότι από την επιλογή του αρεοπαγίτη Ιωάννη Τέντε στην θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 2009 , όλες οι επιλογές προέρχονται από τον εισαγγελικό κλάδο, οι εισαγγελείς ζητούν αυτό να αποτελέσει και θεσμική, νομοθετική πρόβλεψη:

…Μολονότι δε στην πράξη τείνει να παγιωθεί η πρακτική αυτή, ο μόνος τρόπος για να ικανοποιηθεί και νομοθετικά το αίτημα αυτό, είναι η συνταγματική αναθεώρηση…Ευελπιστώντας ότι στην επικείμενη αναθεωρητική σύνοδο της Βουλής θα ικανοποιηθεί και νομοθετικά το παραπάνω πάγιο αίτημά μας”, αναφέρει χαρακτηριστικά η Ένωση.

EUROKINISSI

Θετική κίνηση

Οι εισαγγελείς της χώρας εκφράζουν θετική άποψη για την διάταξη του Γ. Φλωρίδη , σύμφωνα με την οποία οι Ολομέλειες των δικαστηρίων και της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, θα έχουν δικαίωμα γνωμοδότησης μέσω μυστικής ψηφοφορίας για τους επικρατέστερους για την ηγεσία των δικαστηρίων , την τελική επιλογή της οποίας θα έχει το υπουργικό Συμβούλιο:

Καταρχάς επικροτούμε την επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να απονείμει, για πρώτη φορά, δικαίωμα συμμετοχής του δικαστικού σώματος στην ανάδειξη της ηγεσίας του, έστω και υπό τη μορφή γνώμης από την Ολομέλεια των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και την Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Η επιλογή αυτή όχι μόνο ενισχύει την αρχή του κράτους δικαίου στη χώρα μας, όπως ευστόχως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, αλλά ταυτόχρονα προάγει το θεσμό της συμμετοχικής δημοκρατίας δίνοντας στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους πολίτες (δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς) το δικαίωμα να ακουστούν σε ένα θέμα που γνωρίζουν καλά και τους αφορά άμεσα. Βρίσκεται δε σε απόλυτη σύμπνοια με τα ευρωπαϊκά πρότυπα”.

Όχι δεσμευτική

Οι εισαγγελείς , σε αντίθεση με την Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων, θεωρούν πως είναι στη σωστή κατεύθυνση η μη δεσμευτικότητα της άποψης των δικαστικών λειτουργών , ενώ επικροτούν και την πρόβλεψη περί μυστικότητας της ψηφοφορίας και της δυνατότητας πολλαπλής ψήφου: “..Υπό το πρίσμα αυτό, που διαμορφώνεται από τους αυξημένης ισχύος κανόνες του Ελληνικού Συντάγματος, δεν μπορεί να επικριθεί βασίμως η επιλογή του νομοθέτη να μην προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα στη γνώμη που διατυπώνεται από την Ολομέλεια των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και την Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σχετικά με τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου, του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Άλλωστε, σύμφωνα με την προωθούμενη ρύθμιση, μη δεσμευτικός είναι και ο χαρακτήρας της γνώμης που διατυπώνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ως πρόσθετο εχέγγυο διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμοποίησης (βλ. και ΣτΕ 2512/2016)

Τέλος συμφωνούμε με τις προβλέψεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου περί της μυστικότητας της ψηφοφορίας και για το δικαίωμα πολλαπλής ψήφου, καθώς έτσι διαφυλάσσεται ο αδιάβλητος και αμερόληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας..”.

Αναλυτικά οι θέσεις της Ένωσης Εισαγγελέων όπως εκφράστηκαν στην Επιτροπή της Βουλής έχουν ως εξής:

“Πάγιο αίτημα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας είναι η κατάληψη της θέσης του

Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από κάποιον από τους Αντεισαγγελείς του Ανωτάτου

Ακυρωτικού, ενόψει του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29 Ν.4938/2022, προΐσταται των υπηρεσιών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και απευθύνει προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας γενικές παραγγελίες, οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς βέβαια οι αποδέκτες των οδηγιών και συστάσεών του να δεσμεύονται κατά τον σχηματισμό και την έκφραση της γνώμης τους.

Μολονότι δε στην πράξη τείνει να παγιωθεί η πρακτική αυτή, ο μόνος τρόπος για να ικανοποιηθεί και νομοθετικά το αίτημα αυτό, είναι η συνταγματική αναθεώρηση, δεδομένου ότι στο άρθρο 90 παρ.5 εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να προβλέπεται ότι: «Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, όπως νόμος ορίζει».

Ευελπιστώντας ότι στην επικείμενη αναθεωρητική σύνοδο της Βουλής θα ικανοποιηθεί και νομοθετικά το παραπάνω πάγιο αίτημά μας, θα περιοριστούμε, στο σημείο αυτό, να εκφράσουμε τις απόψεις μας σχετικά με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 27 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου προσεγγίζοντας την υπό το πρίσμα του ισχύοντος συνταγματικού καθεστώτος:

Καταρχάς επικροτούμε την επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να απονείμει, για πρώτη φορά, δικαίωμα συμμετοχής του δικαστικού σώματος στην ανάδειξη της ηγεσίας του, έστω και υπό τη μορφή γνώμης από την Ολομέλεια των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και την Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Η επιλογή αυτή όχι μόνο ενισχύει την αρχή του κράτους δικαίου στη χώρα μας, όπως ευστόχως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, αλλά ταυτόχρονα προάγει το θεσμό της συμμετοχικής δημοκρατίας δίνοντας στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους πολίτες (δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς) το δικαίωμα να ακουστούν σε ένα θέμα που γνωρίζουν καλά και τους αφορά άμεσα. Βρίσκεται δε σε απόλυτη σύμπνοια με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως αυτά εκφράζονται από θεσμοθετημένα διεθνή όργανα και επιτροπές με αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να απευθύνουν συστάσεις και γνώμες σε ζητήματα δικαιοσύνης (βλ. Σύσταση (Μ/Κατ(2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με τους δικαστές, ανεξαρτησία, αποδοτικότητα και αρμοδιότητες, σημεία 46-48, Γνώμη (opinion) No 19/2016 και Γνώμη 21/2018 του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCE) προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τον ρόλο των προέδρων των δικαστηρίων. Έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας “Report the indeperidence of the judicial system-Part I: the independence of judges” (2010)).

Άλλωστε, όπως σημειώνεται και στην αιτιολογική έκθεση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, το αίτημα της συμμετοχής των δικαστών και εισαγγελέων στην επιλογή της ηγεσίας τους έχει διατυπωθεί επανειλημμένως τόσο σε εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης [GRECO Τέταρτος κύκλος Αξιολόγησης – Πρόληψη διαφθοράς βουλευτών, δικαστών εισαγγελέων: Έκθεση Αξιολόγησης 2015 (68η Ολομέλεια), GRECO Έκθεση Συμμόρφωσης 2017 (77η Ολομέλειας), GRECO Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης 2020 (85η Ολομέλεια), GRECO Προσθήκη στη Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης (90η Ολομέλεια), GRECO Δεύτερη Προσθήκη στη Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης 2023 (95η Ολομέλειας)], όσο και στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος Δικαίου των ετών 2021, 2022 και 2023, με τη διατύπωση αντίστοιχων συστάσεων προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων ώστε να αντιμετωπιστεί η ανάγκη συμμετοχής του δικαστικού σώματος στην επιλογή των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Όπως έχει κριθεί από το ΔΕΕ, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται ως «δικαστήρια» στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Στα στοιχεία δε που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ιδιότητας του «δικαστηρίου» περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ανεξαρτησία του σχετικού οργάνου (C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, σκ. 37, 38). Εξάλλου, η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του (C-506/04, Graham J. Wilson, σκ. 51), ενώ το γεγονός ότι ο διορισμός των μελών του δικαστηρίου γίνεται από την εκτελεστική εξουσία δεν δημιουργεί πρόβλημα ως προς την ανεξαρτησία του και δεν διαφέρει, ουσιαστικά, από την πρακτική σε πλήθος άλλων κρατών μελών (C-175/11, H. I. D. and B. A, σκ. 99).

Σύμφωνα εξάλλου με το ΕΔΔΑ, ο διορισμός του Προέδρου, άρα και των Αντιπροέδρων, δικαστηρίου από την εκτελεστική εξουσία δεν αφήνει αμφιβολίες για την αμεροληψία του, διότι δεν συνεπάγεται ότι αυτή του δίνει οδηγίες στον τομέα των δικαστικών αρμοδιοτήτων του (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.6.2005, Ζολώτας κατά Ελλάδας, της 26.8.2003, Filippini κατά Αγίου Μαρίνου, της 28.6.1984, Cambell and Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά.). Οι ανωτέρω παραδοχές, ωστόσο, επ’ ουδενί δικαιολογούν τον αποκλεισμό των λειτουργών της δικαιοσύνης από τις διαδικασίες ανάδειξης της ηγεσίας της. Αντιθέτως σε ένα κράτος που επιθυμεί να προάγει το θεσμό της συμμετοχικής δημοκρατίας ως αναπόσπαστο πλέον τμήμα του ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνίας σύμφωνα και με την συνθήκη της Λισαβόνας, επιβάλλεται η συμμετοχή των δικαστών και των εισαγγελέων στην επιλογή της ηγεσίας τους με τρόπο ουσιαστικό και καίριο, προκειμένου να επιτευχθεί και ο εξαγγελλόμενος σκοπός του άρθρου 27 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, που, όπως ορίζεται στο πρώτο άρθρο του, είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η προαγωγή του κράτους δικαίου, μέσω της συμμετοχής των δικαστών στις διαδικασίες επιλογής της ηγεσίας του δικαστικού σώματος σε όλους τους βαθμούς ιεραρχίας, ακόμα και στους ανώτατους.

Όπως έχει κατ’ επανάληψη κριθεί από την Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. (ΟλΣτΕ 1304/2019 Ολομ. ΣτΕ σε Συμβούλιο 2/2010), το σύστημα των κανόνων που θεσπίζουν οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος όσον αφορά τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι οποίες παρέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ενεργεί ως όργανο με δημοκρατική νομιμοποίηση, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια προς επιλογή από τον κύκλο εκείνων που διαθέτουν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα, των πλέον κατάλληλων για τις επίμαχες θέσεις, τίθεται ως αντίβαρο των συνταγματικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 90 παρ. 1 έως 4 του Συντάγματος), με σκοπό την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος το θεμέλιο του πολιτεύματος.

Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε άθικτο μέχρι σήμερα παρά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος που έλαβαν χώρα τα έτη 2001, 2008 και 2019, με την εκτίμηση ότι διασφαλίζει πλήρως την ικανοποίηση της ανάγκης αφενός μεν να ανατεθεί σε όργανο που διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση η αρμοδιότητα της επιλογής, αφετέρου δε να διαφυλαχθεί το κύρος των κρινομένων. Υπό το πρίσμα αυτό, που διαμορφώνεται από τους αυξημένης ισχύος κανόνες του Ελληνικού Συντάγματος, δεν μπορεί να επικριθεί βασίμως η επιλογή του νομοθέτη να μην προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα στη γνώμη που διατυπώνεται από την Ολομέλεια των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και την Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σχετικά με τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου, του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Άλλωστε, σύμφωνα με την προωθούμενη ρύθμιση, μη δεσμευτικός είναι και ο χαρακτήρας της γνώμης που διατυπώνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ως πρόσθετο εχέγγυο διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμοποίησης (βλ. και ΣτΕ 2512/2016)

Τέλος συμφωνούμε με τις προβλέψεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου περί της μυστικότητας της ψηφοφορίας και για το δικαίωμα πολλαπλής ψήφου, καθώς έτσι διαφυλάσσεται ο αδιάβλητος και αμερόληπτος χαρακτήρας της διαδικασίας και παράλληλα διευκολύνονται τα μέλη των αντίστοιχων Ολομελειών, καθώς μπορούν να επιλέξουν περισσότερους εξίσου ικανούς και πολύπειρους συναδέλφους, που πληρούν τα τυπικά προσόντα του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α 109)”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr