Άρειος Πάγος: Μη αναγκαία η επίδοση απόφασης σε απόντα κατηγορούμενο για την έναρξη προθεσμίας άσκησης έφεσης
Η αποχώρηση του κατηγορούμενου από την πρωτοβάθμια δίκη όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο της δίκης αφού ο κατηγορούμενος δικάζεται ωσεί παρών, αλλά και για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως έφεσης κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο. Ωστόσο η άσκηση εφέσεως είναι επιτρεπτή μετά την πάροδο της δεκαήμερης […]
Η αποχώρηση του κατηγορούμενου από την πρωτοβάθμια δίκη όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο της δίκης αφού ο κατηγορούμενος δικάζεται ωσεί παρών, αλλά και για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως έφεσης κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο. Ωστόσο η άσκηση εφέσεως είναι επιτρεπτή μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της, ενώ σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας εξαίρεση αποτελούν μόνο λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος.
Αυτό αποφάσισε ο Άρειος Πάγος τον οποίο απασχόλησε η αναίρεση κατηγορουμένου που το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, είχε καταδικάσει σαν να ήταν παρόν στη δίκη, -από την οποία είχε αποχωρήσει μετά την έναρξη της- σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 ετών με τριετή αναστολή, για ψευδή καταμήνυση κατ’ εξακολούθηση και για συκοφαντική δυσφήμιση κατ΄εξακολούθηση, κ.α.. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της, χωρίς στην έκθεση αυτής να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Το Τριμελές εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την έφεση του ως απαράδεκτη χωρίς να μπει στην κατ’ ουσίαν εξέτασή της και ο κατηγορούμενος προσέφυγε στον Άρειο Πάγο κατηγορώντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για υπέρβαση εξουσίας.
Γενική αρχή του Δικαίου
Οι αρεοπαγίτες απέρριψαν την αναίρεση και επικύρωσαν την απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίνοντας τους λόγους που προέβαλε ο αναιρεσείον κατηγορούμενος αβάσιμους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι δικαστές υπενθυμίζουν ότι “η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης του δεν αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο της διαδικασίας. Ωστόσο επιτρέπεται στο συνήγορο του να παραστεί αντί γι΄αυτόν, ενώ σε δίκες για κακούργημα αν αποχωρήσει μαζί με τον κατηγορούμενο και ο συνήγορος του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου οφείλει να του διορίσει συνήγορο. Έτσι η δίκη συνεχίζεται ως άρχισε σαν να ήταν παρόν ο κατηγορούμενος, και μετά την αποχώρηση του εκδιδόμενη απόφαση του δικαστηρίου θεωρείται ότι εκφωνήθηκε παρόντος του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση της αποχωρήσεως του κατηγορουμένου από τη δίκη που διεξάγεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως, η οποία (προθεσμία), είναι, (εκτός εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται εν προκειμένω), δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως και δεν είναι αναγκαία η επίδοση της αποφάσεως στον κατηγορούμενο.
Εξάλλου, από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεώς του, αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, αλλά, στην περίπτωση αυτή, (όπως προκύπτει από το άρθρο 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο πρέπει να αναφέρει στη δήλωση της ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν το λόγο αυτό, γιατί, διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται, ως απαράδεκτο”.
Αβάσιμοι ισχυρισμοί
Στη συνέχεια στην απόφαση αναφερόμενοι οι δικαστές στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για υπέρβαση εξουσίας, σημειώνουν επικαλούμενοι τις σχετικές διατάξεις: “…υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολομ. Α.Π. 3/2005)”.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας της αιτήσεως αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, καταδικάστηκε στις 8-6-2017 σαν να ήταν παρών αφού αυτός, στην ανωτέρω δίκη, που αφορούσε πλημμελήματα και που δεν ήταν υποχρεωτικός ο διορισμός συνηγόρου από το Δικαστήριο, αποχώρησε οικειοθελώς κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως. Επομένως, για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως δεν απαιτείτο επίδοση της αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την αποχώρησή του, αφού αυτός θεωρείτο κατά το νόμο παρών στην δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του στις 12/2/2018, δηλαδή μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς στην έκθεση αυτής να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της.
Συνεπώς, ορθά και πλήρως αιτιολογημένα το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, οπότε δεν υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας με την απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης και την μη έρευνά της κατ’ ουσίαν, ο δε μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αφού ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με το διατακτικό».
Πηγή: areiospagos.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr