Γιατί ζητούν την επαναφορά της φοροαπαλλαγής του 25% οι τρεις δικαστές που προσέφυγαν στο Μισθοδικείο
Την ώρα που οι δικαστικές ενώσεις δηλώνουν ότι δεν έχουν προσφύγει στο Μισθοδικείο προς διεκδίκηση της καταργημένης φοροαπαλλαγής του 25%, τρεις δικαστικοί λειτουργοί, η Εφέτης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ, Μαργαρίτα Στενιώτη, ο Πρ. Πρωτοδικών, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης και ο Ειρηνοδίκης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ Γρηγόρης Κομπολίτης, εξηγούν γιατί αυτοί […]
Την ώρα που οι δικαστικές ενώσεις δηλώνουν ότι δεν έχουν προσφύγει στο Μισθοδικείο προς διεκδίκηση της καταργημένης φοροαπαλλαγής του 25%, τρεις δικαστικοί λειτουργοί, η Εφέτης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ, Μαργαρίτα Στενιώτη, ο Πρ. Πρωτοδικών, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης και ο Ειρηνοδίκης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ Γρηγόρης Κομπολίτης, εξηγούν γιατί αυτοί το έκαναν. Όπως λένε, κατά την κρίση τους, ήταν η μοναδική οδός που μπορούσαν να ακολουθήσουν καθώς όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης οι δικαστικοί λειτουργοί , αν και τα λειτουργικά τους έξοδα είναι υψηλά, έχουν υποστεί υπέρογκες μειώσεις.
«Οι υπογράφοντες την παρούσα, μέλη της ομάδας «ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ» της ΕΔΕ, ασκήσαμε, μαζί με άλλους συναδέλφους, προσφυγή, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας αναγνωρίζεται συνταγματικά για όλους τους πολίτες, σχετική με τις αξιώσεις μας, που απορρέουν από την κατάργηση της «φοροαπαλλαγής» ποσοστού 25% επί του εισοδήματός μας. Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε το λόγο, που θέτουμε τη λέξη φοροαπαλλαγή εντός εισαγωγικών. Επειδή, προσφάτως, υπήρξαν δημοσιεύματα, που ανέδειξαν την πρωτοβουλία μας αυτή, δίχως οποιαδήποτε άλλη κριτική, θετική ή αρνητική, θα θέλαμε με την παρούσα να επισημάνουμε τα εξής: Α. Από το έτος 2010 μέχρι το έτος 2012 το Συνταγματικό Μισθολόγιο των Δικαστικών Λειτουργών, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά το έτος 2008, υπέστη αλλεπάλληλες περικοπές, με αποκορύφωμα τις αντισυνταγματικές μειώσεις του Ν. 4093/2012, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δικαστικών αποδοχών σε ποσοστό 60%, κατά παράβαση της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 88 παρ. 2, που προβλέπει αποδοχές ανάλογες με το Δικαστικό Λειτούργημα. Ο αγώνας για την ανάκτηση, μέρους μόνο του Συνταγματικού Μισθολογίου, δεδομένου ότι όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες, συμβάλλαμε στην έξοδο από τη βαθιά οικονομική κρίση, που διήλθε η χώρα μας, κορυφώθηκε με την προσφυγή μας ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Με την υπ’ αριθμ. 88/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, οι περικοπές του Ν. 4093/2012 κρίθηκαν αντισυνταγματικές και το μισθολόγιο επανήλθε στα επίπεδα του έτους 2012, πλην όμως όχι σ’ αυτά του έτους 2008. Πρέπει, να αναφερθεί, ότι υπέρογκες λειτουργικές δαπάνες των συναδέλφων με βασικότερη εξ αυτών τα έξοδα κινήσεως καθώς και τα έξοδα για την υποχρεωτική σύνταξη των δικαστικών αποφάσεων σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 4055/2012, ουδόλως καλύπτονται από την Ελληνική Πολιτεία, ενώ δεν χορηγείται και αντίστοιχο επίδομα, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας λόγω της υποχρεωτικής, πλέον, χρησιμοποίησης τεχνικών μέσων με οθόνη οπτικής απεικόνισης.
Β. Με την από 22-12-1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το Ζ΄/1975 Ψήφισμα της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής ορίσθηκε ότι «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωση είναι ίση με το σύνολο των κάθε είδους αποδοχών του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού». Συνεπώς, με την ανωτέρω απόφαση προβλέφθηκε ότι ο χαρακτήρας της βουλευτικής αποζημίωσης είναι παρακολουθηματικός των αποδοχών του Ανώτατου Δικαστή (Προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων), που σημαίνει ότι κάθε αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης συνεπάγεται αναγκαίως και αύξηση των αποδοχών του Ανώτατου Δικαστή, δίχως, όμως, να συμβαίνει και το αντίθετο, ήτοι κάθε μείωση της βουλευτικής αποζημίωσης θα συνεπάγεται και μείωση των αποδοχών του Ανώτατου Δικαστή, διότι τότε αντιστρέφεται ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας και ερμηνεύεται λανθασμένα η ανωτέρω απόφαση. Περαιτέρω, δε, από τις διατάξεις της ανωτέρω απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής προκύπτει ότι η βουλευτική αποζημίωση, που επέχει θέση βασικού μισθού για τους Βουλευτές, καθόσον αντιμετωπίζεται δημοσιονομικά (σε ότι αφορά τις κρατήσεις κλπ.) ως βασικός μισθός, ισούται με τις πάσης φύσεως αποδοχές (άρα τόσο το βασικό μισθό, όσο και τα κάθε είδους επιδόματα) του Ανώτατου Δικαστή, με συνέπεια ο βασικός μισθός του Ανώτατου Δικαστή, διαχρονικά, να υπολείπεται του αντίστοιχου του Βουλευτή.
Γ. Με την υπ’ αριθμ. 89/2013 απόφαση του ανωτέρω Ειδικού Δικαστηρίου, ύστερα από άσκηση σχετικής προσφυγής Δικαστικών Λειτουργών, κρίθηκε, ότι η φοροαπαλλαγή της τάξης του 25% της βουλευτικής αποζημίωσης αποτέλεσε, κατ’ ουσία, αύξηση του καθαρού ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης, ήτοι αύξηση του καθαρού εισοδήματος των Βουλευτών και, σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται στην ως άνω απόφαση, ότι η συγκεκριμένη παροχή έπρεπε να αναγνωρισθεί και υπέρ των Δικαστικών Λειτουργών ως εμπίπτουσα στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα:
Οι λειτουργοί του Κράτους, μεταξύ των οποίων και οι Δικαστικοί Λειτουργοί είναι γνωστό τοις πάσι, ότι έχουν αυξημένες λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες πρέπει να καλύπτονται από την Πολιτεία. Η κάλυψη, δε, αυτή γίνεται με δύο τρόπους: είτε με τη χορήγηση επιδόματος για την αντίστοιχη λειτουργική αιτία, είτε με τη χορήγηση κάποιας φοροαπαλλαγής με δικαιολογητικό λόγο την αντιστάθμιση λειτουργικών δαπανών. Με την ανωτέρω απόφαση του Μισθοδικείου (89/2013) κρίθηκαν τα εξής:
1) Ότι στην περίπτωση των Βουλευτών, η εν λόγω φοροαπαλλαγή ποσοστού 25% επί των ακαθάριστων αποδοχών τους (παλαιότερα 50%), με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος, είχε προβλεφθεί ως αντιστάθμισμα των λειτουργικών τους δαπανών για έξοδα κίνησης και συντήρησης γραφείου. 2) Ότι, όμως, οι Βουλευτές ήδη ελάμβαναν επιδόματα για τις προαναφερόμενες αιτίες και ότι, επομένως, η φοροαπαλλαγή της τάξης του 25% της βουλευτικής αποζημίωσης αποτέλεσε, κατ’ ουσία, αύξηση του καθαρού ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο προέβη ουσιαστικά σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της «φοροαπαλλαγής» αυτής, αναφέροντας ότι το ποσό, που εξοικονομείται από την εφαρμογή της, συνιστά καθαρό εισόδημα (αύξηση καθαρού εισοδήματος). Εξ αυτού του λόγου, επομένως, τίθενται τα εισαγωγικά στη λέξη φοροαπαλλαγή. Ακολούθως, εφόσον κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό η φοροαπαλλαγή αποτελεί εισόδημα, εμπίπτει αφενός μεν στην έννοια της περιουσίας, δεδομένου μάλιστα ότι το Ελληνικό Δημόσιο με σχετικές πράξεις, που εξέδωσε, αναγνώρισε ουσιαστικά αυτόν τον χαρακτήρα για παρελθοντικές αξιώσεις των Δικαστικών Λειτουργών, αφετέρου, δε, στο προστατευτικό πεδίο της διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με ότι αυτό συνεπάγεται, όπως αναλυτικά ιστορείται στο σχετικό δικόγραφο, που καταθέσαμε.
Δ. Με το άρθρο 71 του ν. 4472/2017 προβλέφθηκε η κατάργηση της έκπτωσης φόρου των Βουλευτών για εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1.1.2017 κι έπειτα, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δεσμεύσεων της χώρας. Στην αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω διάταξης αναφέρεται ότι «λόγω της εξίσωσης της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, με τις υπ’ αριθμ. 89/2013 και 6/2015 Αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου της παρ. 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος (Μισθοδικείου), η κατάργηση θα ισχύσει και για τα ανωτέρω πρόσωπα πέραν των βουλευτών». Εν συνεχεία (!!) της αιτιολογικής έκθεσης και σε συμμόρφωση προς την αιτιολογική έκθεση εκδόθηκε η ΠΟΛ με αριθμό 1112/2017, με την οποία υλοποιήθηκε η κατάργηση.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, τίθενται πολλά νομικά ζητήματα, κυρίως συνταγματικότητας της κατάργησης της «φοροαπαλλαγής» και κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό μείωσης των Δικαστικών Αποδοχών, τα οποία θέσαμε, ως προσφεύγοντες, ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, με κυριότερα: α) η αντιστροφή του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της βουλευτικής αποζημίωσης σε σχέση με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστή, κατά παράβαση της από 22-12-1964 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής, β) η παρερμηνεία του σκεπτικού και του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 89/2013 απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου, με την προαναφερόμενη αιτιολογική έκθεση, καθότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν αιτήθηκαν εξίσωση των αποδοχών τους με τη βουλευτική αποζημίωση αλλά να μην υπολείπονται οι αποδοχές τους σε σχέση με τη βουλευτική αποζημίωση, όπως συμβαίνει διαχρονικά, κατά παράβαση της παραπάνω απόφασης, γ) η σαφής και με βάση πάγια νομολογία του Ειδικού Δικαστηρίου παραβίαση της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας κατά τη μείωση των αποδοχών των Δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι δεν αρκεί η γενική αναφορά στην αιτιολογική έκθεση περί δημοσιονομικών δεσμεύσεων, δ) η μείωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών με αιτιολογική έκθεση νόμου κλπ.
Οι έννομες συνέπειες μιας πλήρως αιτιολογημένης απόφασης Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, που επέλυσε πολλά ζητήματα της υπηρεσιακής και μισθολογικής κατάστασης των Δικαστικών Λειτουργών ανατράπηκαν με «μία γραμμή» και μάλιστα σε αιτιολογική έκθεση νομοθετικής διάταξης (!).
Συνεπώς, επειδή η Πολιτεία υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, την οποία ορκιστήκαμε να υπηρετούμε, αποτέλεσε για εμάς τη μοναδική οδό.
Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ, Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Πρ. Πρωτοδικών, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ Γρηγόρης Κομπολίτης, Ειρηνοδίκης, μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ
Πηγή: dikastis.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr