Παραβίαση της περιουσίας η δέσμευση κινητών πραγμάτων χωρίς νόμιμο σκοπό λέει το ΕΔΔΑ

Η μακροχρόνια και άσκοπη κατάσχεση κινητών πραγμάτων που δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία σε ποινική δίκη παραβιάζει το δικαίωμα στη περιουσία. Αυτό αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο οποίο προσέφυγαν 19 Ρωσικές εταιρείες και η κύρια μέτοχος των εταιρειών αυτών στις οποίες δεσμεύθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία λόγω παραπομπής της δεύτερης σε ποινική δίκη […]

NEWSROOM

Η μακροχρόνια και άσκοπη κατάσχεση κινητών πραγμάτων που δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία σε ποινική δίκη παραβιάζει το δικαίωμα στη περιουσία. Αυτό αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο οποίο προσέφυγαν 19 Ρωσικές εταιρείες και η κύρια μέτοχος των εταιρειών αυτών στις οποίες δεσμεύθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία λόγω παραπομπής της δεύτερης σε ποινική δίκη για σοβαρά αδικήματα. Ενώ η ποινική διαδικασία εκκρεμεί ακόμα, δεκατρία χρόνια μετά, η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων δεν έχει αρθεί παρόλο που τα εγχώρια δικαστήρια έχουν κρίνει ότι πρόκειται πλέον για δυσανάλογο μέτρο.

Οι δικαστές του Στρασβούργου διαπιστώνουν ότι η συνέχιση των κατασχέσεων, που ήταν υπερβολικά μακρού χρόνου, δεν ήταν ανάλογη προς την προβαλλόμενη ζημία, και επέβαλε αδικαιολόγητη επιβάρυνση στους ενδιαφερομένους, και καταλήγει ότι εφόσον η δέσμευση των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι άνευ ουσίας γιατί δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία και η συνέχιση της δήμευσης των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων είναι δυσανάλογη της ζημίας, υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία των προσφευγόντων.

Οι προσφεύγουσες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και η κύρια μέτοχος τους μια 60χρονη Ρώσο-Ισραηλινή υπήκοος, η οποία εγκατέλειψε τη Ρωσία για το Ισραήλ, τον Απρίλιο του 2007 κατηγορήθηκε ερήμην της για απάτη, υπεξαίρεση και συνέργεια σε υπεξαίρεση και κατάχρηση εξουσίας, για συνολικά περίπου 125 εκατομμύρια ρωσικά ρούβλια. Πραγματοποιήθηκαν έρευνες κατά τη διάρκεια της οποίας έγγραφα και άλλα αντικείμενα κατασχέθηκαν στις εγκαταστάσεις των εταιρειών της προσφεύγουσας OOO SK Stroykompleks και OOO Signal. Επιπλέον, εκδόθηκαν εντάλματα για την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε όλες τις προσφεύγουσες εταιρείες.

Η ποινική διαδικασία εκκρεμεί επί του παρόντος καθώς η 60χρονη και άλλοι κατηγορούμενοι έχουν διαφύγει. Παρά τις διάφορες αιτήσεις προς τους εισαγγελείς από τους προσφεύγοντες για την αποδέσμευση της περιουσίας τους, τα μέτρα δεν άρθηκαν. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις του δικαστηρίου είχαν αναφέρει ότι τα εν λόγω μέτρα είναι υπερβολικά χρονοβόρα, δυσανάλογα προς τη φερόμενη ζημία και άσχετα, και επιβάλουν αδικαιολόγητη επιβάρυνση στους ενδιαφερόμενους. Είχαν επίσης επισημάνει στις εισαγγελικές αρχές να επανορθώσουν αυτές τις παραβιάσεις.

Βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι τα μέτρα όσον αφορά την περιουσία τους, τα οποία υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια, και η παρακράτηση ορισμένων στοιχείων από τις αρχές, παραβίασαν το δικαίωμα σεβασμού απόλαυσης των περιουσιών τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Επιδικάστηκε επίσης στους προσφεύγοντες 20.000 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες.

Δέσμευση χωρίς νόμιμο σκοπό

Όσον αφορά τη δέσμευση κεντρικών μονάδων υπολογιστή, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, εν προκειμένω, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται η Κυβέρνηση, οι κεντρικές μονάδες ηλεκτρονικών υπολογιστών ουδέποτε κατατάχθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία στην ποινική διαδικασία.

Επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 81 § 4 του Κ.Π.Δ., τα αντικείμενα και τα έγγραφα που κατασχέθηκαν από τις εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας, αφού δεν είχαν χαρακτηριστεί ως αποδεικτικά στοιχεία έπρεπε να επιστραφούν στα πρόσωπα στα οποία ανήκαν. Αν αρχικά δεν προβλεπόταν καμία προθεσμία για την επιστροφή αυτή, από τις 10 Αυγούστου 2012 η επιστροφή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε «εύλογο χρόνο» και από τις 15 Ιουλίου 2016, τα αντικείμενα αυτά έπρεπε να επιστραφούν εντός πέντε ημερών από την απόφαση του πραγματογνώμονα που δήλωσε ότι άλλα αντικείμενα αποτελούσαν αποδεικτικά στοιχεία.

Συνεπώς, η συνέχιση κράτησης των κατασχεθέντων κεντρικών μονάδων από το 2006, όταν πλέον αυτά δεν συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία, αντίκειται στα άρθρα 81 § 4 και 81.1 του Κ.Π.Δ. και ως εκ τούτου ήταν «παράνομη» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Μολονότι το συμπέρασμα αυτό καθιστά περιττό να εξεταστεί η ύπαρξη νόμιμου σκοπού και η αναλογικότητα του μέτρου, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να επισημάνει, για λόγους πληρότητας, ότι η εν λόγω δέσμευση δεν είχε νόμιμο σκοπό. Πράγματι, ούτε οι εσωτερικές αρχές ούτε η κυβέρνηση έχουν προωθήσει την ύπαρξη ενός στόχου που απαιτεί τη διατήρηση αντικειμένων που δεν θεωρούνται ως αποδεικτικά στοιχεία και τα οποία προφανώς δεν αντιπροσωπεύουν κανένα ενδιαφέρον για τη δικαστική έρευνα. Από την πλευρά του, το Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται κανένα λόγο που δικαιολογεί την δέσμευση αυτή για σχεδόν 13 χρόνια.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου

Όσον αφορά τη νομιμότητα της συνεχιζόμενης κατάσχεσης της προσωπικής περιουσίας της κας Shapiro – κατηγορουμένης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Κ.Π.Δ. δεν προέβλεπε κανένα χρονικό όριο για τη συνέχιση της κατάσχεσης. Όσον αφορά τη νομιμότητα της συνέχισης κατασχέσεων από τις αιτούσες εταιρείες – τρίτους στην ποινική διαδικασία – το Δικαστήριο παρατήρησε ότι από την ανάγνωση των άρθρων 115 και 115.1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, από τον Σεπτέμβριο του 2015, τέτοιες κατασχέσεις εφόσον καθίστανται χρονοβόρες έπρεπε να ανακληθούν από το δικαστήριο. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η επ’ αόριστον συνέχιση των κατασχέσεων είναι αντίθετη με τον Κ.Π.Δ. από την ημερομηνία αυτή και αν τα μέρη δεν προέβαλαν επιχειρήματα επί του σημείου αυτού. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του θέματος αυτού και, κατά συνέπεια, να αποφανθεί επί της νομιμότητας του μέτρου.

Εξάλλου, το Δικαστήριο δέχεται ότι η διατήρηση των κατασχέσεων επιδίωκε τουλάχιστον δύο θεμιτούς σκοπούς, την καταβολή προστίμου ως ποινική κύρωση και την προστασία των συμφερόντων των πολιτών.

Ωστόσο, θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη κατάσχεση σχεδόν όλων των κτιρίων, των οχημάτων και των τραπεζικών λογαριασμών των προσφευγουσών για πολλά έτη ήταν δυσανάλογη. Πράγματι, επισημαίνει ότι τα δικαστήρια, στις αποφάσεις τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν πλέον λόγοι που να δικαιολογούν τη συνέχιση των κατασχέσεων, ότι ήταν υπερβολικά μακρές, ότι «δεν ήταν ανάλογες» προς την προβαλλόμενη ζημία, δεν είχαν πλέον σημασία και επέβαλαν αδικαιολόγητη επιβάρυνση στους ενδιαφερομένους. Το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο να διαφοροποιηθεί από αυτά τα συμπεράσματα. Προσθέτει ότι, σχεδόν τέσσερα και ενάμιση έτη μετά την έκδοση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων, κατά την ημερομηνία των παρατηρήσεων των μερών, το 2019, οι εν λόγω κατασχέσεις δεν είχαν αρθεί, πράγμα το οποίο, κατά την άποψή του, επιδεινώνει τη δυσανάλογη φύση της παρέμβασης.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι μια απόφαση που διαπιστώνει παραβίαση δημιουργεί μια νομική υποχρέωση σύμφωνα με τη Σύμβαση για το εναγόμενο Κράτος να τερματίσει την παραβίαση και να διαγράψει τις συνέπειες αυτής, ώστε να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η προγενέστερη κατάσταση. Τα συμβαλλόμενα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη μιας υπόθεσης είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να επιλέξουν τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν για να συμμορφωθούν με μια απόφαση που διαπιστώνει παραβίαση. Εάν η φύση της παραβίασης επιτρέπει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εναπόκειται στο εναγόμενο κράτος να την εκτελέσει, ενώ το Δικαστήριο δεν έχει ούτε τη δικαιοδοσία ούτε την πρακτική δυνατότητα να το επιτύχει. Αν, αντιθέτως, το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει ή περιορίζει μόνο τις συνέπειες της παραβίασης, το άρθρο 41 της Σύμβασης εξουσιοδοτεί το Δικαστήριο να χορηγήσει στον ζημιωθέντα, κατά περίπτωση, την ικανοποίηση που θεωρεί ως κατάλληλη.

Εν προκειμένω, η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης απορρέει από την παράνομη και άσκοπη δέσμευση κεντρικών μονάδων ηλεκτρονικών υπολογιστών (προσφυγή με αριθ. 7896/15), καθώς και από την δυσανάλογη διατήρηση της κατάσχεσης της περιουσίας των προσφευγουσών (προσφυγή με αριθ. 48168/17).

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι, όσον αφορά την προσφυγή με αριθ. 7896/15, η κατάλληλη λύση θα ήταν η επιστροφή των κεντρικών μονάδων ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Τέλος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι προβαλλόμενες ζημίες για τις οποίες οι προσφεύγουσες ζητούν αποζημίωση ως πραγματική υλική ζημία δεν έχουν άμεση σχέση με τη δυσανάλογη συνέχιση των κατασχέσεων και επισημαίνει ότι τα αιτήματα αυτά αφορούν τις καταγγελίες για τις οποίες δεν υπήρξε παραβίαση .

(Επιμέλεια: echrcaselaw.com)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr