Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ, “οι αρχές δεν είχαν ποτέ ερευνήσει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για κακομεταχείριση, παρά τα συγκεκριμένα αιτήματά της και την πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων”.
Οι ισχυρισμοί περί συγγνώμης δεν έπεισαν επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο. «Για την αναγνώριση της ειλικρινούς μεταμέλειας η μετάνοια πρέπει να είναι ειλικρινής και όχι προσχηματική» αναφέρεται.
Ο δικηγόρος παραδέχθηκε ότι έβαλε την υπογραφή του εγκαλούντος, όμως, υποστήριξε ότι το έπραξε με εντολή και κατ’ εξουσιοδότηση του, έχοντας τη συναίνεσή του.
Σε βάρος των δύο 20χρονων σχηματίστηκε δικογραφία για πλαστογραφία, με την οποία οδηγήθηκαν στην εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Φλώρινας και παραπέμφθηκαν στον ανακριτή για να απολογηθούν.
Κατηγορούνταν για τα αδικήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση πλαστού εγγράφου, της κακουργηματικής απάτης κατ’ εξακολούθηση και της ψευδούς καταμήνυσης,
Κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων, 9 κινητά τηλέφωνα, 4 εκτυπωτές, 2 πλαστικοποιητές, 24 διαβατήρια και 11 άδειες διαμονής, καθώς επίσης και μικροποσότητα κάνναβης.
Ο συλληφθείς διωκόταν επίσης με 4 καταδικαστικές αποφάσεις, συνολικής ποινής 10 ετών κάθειρξης, 7 ετών και 6 μηνών φυλάκισης με χρηματική ποινή 153.000 ευρώ.
Κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων, πλήθος πλαστών και κλεμμένων εγγράφων, εξοπλισμός κατάρτισης πλαστών εγγράφων, διάφορες σφραγίδες Δημοσίων Αρχών και το χρηματικό ποσό των 1.950 ευρώ