Όλως συνοπτικά, περιεκτικά και εύληπτα το εξεταζόμενο, ερευνώμενο και ζητούμενο συγκεφαλαιώνεται στο ερώτημα περί της τύχης της αποσβεστικής προθεσμίας του ισχύοντος νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019.
Επί εκκρεμών στη Δικαιοσύνη υποθέσεων και διαρκούσης της δικαστικής έρευνας δεν μπορεί και δεν νοείται ανώτατα στελέχη της εκτελεστικής εξουσίας να σπεύδουν και να αποφαίνονται δημοσίως επί κρισίμων και ερευνωμένων ανακριτικώς ζητημάτων, υποδυόμενα έτσι ρόλους και μετερχόμενα ιδιότητες που δεν έχουν
Δομικές βασικές συνιστώσες του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του δικαστικού λειτουργού δεν εξαρτώνται από τις προθέσεις της εκάστοτε Κυβέρνησης και δεν εγγυάται την ύπαρξή τους, με μόνη την θεσμική πρόβλεψή τους, η Πολιτεία.
Δεν νοείται, στα πλαίσια της διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτικής βάσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίζεται ως ο «φτωχός συγγενής» του σχετικού τριπτύχου, από μια δεσπόζουσα και υπερτροφική Εκτελεστική εξουσία.
Είναι αδιανόητη και σε κάθε περίπτωση τυγχάνει απολύτως ανορθολογική η ισότιμη και με τα ίδια μέτρα και σταθμά νομοθετική αντιμετώπιση του ιδιαζόντως απεχθούς και του μη τέτοιου εγκλήματος.
Αντί για φραστικές και απαξιωτικές έως περιφρονητικές αντιδράσεις, σύννοια και περίσκεψη πρέπει να προκαλεί και να «πυροδοτεί» το συγκεκριμένο ψήφισμα.
Αυστηροποιήσεις θεωρητικής καθαρώς υφής και κινούμενες ουσιαστικώς στην σφαίρα της πλασματικότητας, κατ’ ουδέν διαφέρουν από το να σπαθίζεις τον άνεμο.
Δεν ενδιαφέρονται οι πολίτες για την Εξεταστική ή την Προανακριτική Επιτροπή για τα Τέμπη, διότι ενδιαφέρονται ειλικρινώς και απροφασίστως για αυτό τούτο το συγκλονιστικό γεγονός των Τεμπών.
Το δίκαιο, δεν είναι απλό άθροισμα και κοινό σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων. Είναι σύστημα κανόνων με εσωτερική σχέση και λογικούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους.
Το πρόβλημα που για πολλοστή φορά ανακύπτει στον δημόσιο λόγο, εάν όντως υφίσταται, ευρίσκεται, από ουσιαστική άποψη, εντός των τειχών και όχι στην εκτός αυτών «επιτιμία».